Tuesday, June 21, 2016

« Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν » ( Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου )



Στά Τίμια Δῶρα δέν ἔχουμε κρυμμένον τόν Χριστό (δέν ὑποκρύπτεται, δέν εὐρίσκεται ἁπλᾶ μέσα, οὔτε εἶναι ἁπλᾶ σύμβολα ὁ ἄρτος καί ὁ οἵνος αὐτοῦ τοῦ Σώματος καί τοῦ αἷματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ προτεστάντες) καί, πολύ περισσότερο, δέν ἔχουμε ἁπλή μυστική ἕνωσι τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε πιστοῦ μετά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὄχι! Θά μποροῦσα νά φωνάξω χίλιες φορές: ὄχι! Στήν πραγματική καί ἀληθινή Μεταβολή βρίσκεται Ο ΧΡΙΣΤΟΣ! καί μόνον ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτό λέμε «ἐσθίομεν καί πίνομεν», καί ἔτσι γινόμεθα σύσσωμοι καί σύναιμοι καί χριστοφόροι καί ἀποτελοῦμε μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού λαμβάνουμε μέσα μας, ἕνα σῶμα καί ἕνα αἷμα. Ἔχουμε τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό «κατοικοῦντα καί μένοντα σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι», ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Μέγας Βασίλειος σέ μιά Λειτουργική του Εὐχή.Βέβαια, τά μάτια μας βλέπουν ἄρτο καί οἵνο, καί ἡ γλῶσσα μας ἔχει γεῦσι ψωμιοῦ καί κρασιοῦ, ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. Καί θά τολμήσω νά πῶ: πολλοί ἥταν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἐμάσησαν, δέν ἔφαγαν, δέν κατάπιαν ψωμί καί κρασί, ἀλλά Σῶμα καί αἷμα, Σάρκα καί αἷμα Χριστοῦ, γιά νά ἀκολουθήση ἀπέραντη εὐφροσύνη τῆς ψυχῆς τους καί γενικά ψυχοσωματική ἀλλοίωσις διά Πνεύματος Ἁγίου.

Ἀπό τή στιγμή, πού κατέρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἱερουργεῖται τό Μυστήριο, δέν ἔχουμε πλέον μπροστά μας ὅ,τι βλέπουν τά μάτια μας, ἤ ὅ,τι αἰσθάνεται ἡ γλῶσσα μας, ἀλλά ἔχουμε Αὐτό πού πιστεύουμε, Αὐτό πού προσκυνοῦμε, Αὐτό πού λατρεύουμε· ἔχουμε Αὐτό τό θεωμένο Σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τό ἀληθινό, τό πραγματικό.

Ζοῦσε σ᾿ ἕνα μοναστήρι τῆς Ρουμανίας, ἕνας κεχαριτωμένος ἱερεύς, ὁ πατήρ Μηνᾶς, ὁ μετέπειτα Ὄσιος Μηνᾶς. Αὐτός, μετά τή Θεία Λειτουργία, γιά νά ξεκουραστῆ, ἔβγαινε στό δάσος, διότι τό μοναστήρι ἥταν μέσα σέ δάση, κι ἐκεῖ ἔψελνε καί δοξολογοῦσε τόν Θεό μέ ἀναστάσιμα τροπάρια καί μέ πολλά ἄλλα.

Τότε μαζεύονταν τά πουλιά τοῦ δάσους γύρω του: στό κεφαλάκι του, στούς ὤμους του, στά χέρια του, αὐτός δέ τρυφερά τά χάϊδευε. Τίς περισσότερες φορές, ὅταν ὁ πατήρ Μηνᾶς ἔψελνε, τά πουλιά βουβαίνονταν καί τόν ἄκουγαν.

Ἐπειδή οἱ Λειτουργίες ἄρχιζαν νύχτα καί τελείωναν μέ τό χάραμα, ὤσπου νά κάνη Κατάλυσι καί νά ξεντυθῆ, ξημέρωνε, ἔβγαινε ὁ ἥλιος κι ἔτσι ἔβγαινε πρωΐ – πρωΐ μέσα στό δάσος καί χαιρόταν τή φύσι καί τήν παρουσία τῶν πουλιῶν. Κι ἐκεῖ ὅλοι μαζί αἰνοῦσαν καί δοξολογοῦσαν τόν Θεό.

Παρατηρήθηκε, λοιπόν, στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ὅτι, ὅταν εἶχαν πανηγυρική Θεία Λειτουργία καί ἀργοῦσε νά τελειώση, καί μάλιστα ἀργοῦσε πολύ μετά τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, τά πουλιά μαζεύονταν πάνω στήν Ἐκκλησία!

Τήν ὥρα τῆς Μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων, πού ὁ ἱερεύς ἔλεγε «τά Σά ἐκ τῶν Σῶν», τότε ὅλα τά πουλιά πάνω στήν Ἐκκλησία βουβαίνονταν! Καί στό «ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, Ἀχράντου…», στά Ρουμανικά βέβαια, καί ἐνῶ ἡ χορωδία ἔψαλλε τό «Ἄξιόν ἐστι», τότε πάλι τά πουλιά ἄρχιζαν νά κελαηδοῦν!


Παρόμοιο γεγονός μοῦ ἀφηγήθηκε κάποιος πιστός, πού συνέβη καί στόν Ναό τῆς Παναγίας τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς στήν Πάρο, κατά τήν Θεία Λειτουργία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων τοῦ ἔτους 1998.

Δεκάδες σπουργίτια καί ἄλλα πουλιά, φτερουγίζοντας μέσα κι ἔξω ἀπό τόν Ναό, ἀπό τά ἀνοικτά παράθυρα τοῦ τροῦλλου, κελαηδοῦσαν καί τιτίβιζαν ζωηρά. Τήν ὥρα, ὅμως, τοῦ Καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων βουβάθηκαν καί ἀκινητοποιήθηκαν ὅλα, γιά νά ξαναρχίσουν μετά τό » Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου… »

Τήν πραγματικότητα αὐτή τῆς Μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἴμα Χριστοῦ μαρτυροῦν καί τά ἴδια τά λόγια τοῦ Κυρίου στό Μυστικό Δεῖπνο, τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης: «Τοῦτο ἐστι τό σῶμά μου… τοῦτο ἐστι τό αἵμά μου…» Θεία λοιπόν εἶναι ἡ σύστασις τοῦ Μυστηρίου. Τό συνέστησε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός.

Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου

Ἀπό τό βιβλίο: «ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ»

«Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» ( Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου )

Εἶναι ἡ πρώτη αἴτησις καί ἐκφώνησις τῆς Μεγάλης Συναπτῆς. Μετά τό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία» ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Συναπτή», τά λεγόμενα «Εἰρηνικά». Σ᾿ αὐτήν περιλαμβάνονται ὅλες οἱ αἰτήσεις, πού ἀφοροῦν τή ζωή τοῦ ὅλου ἀνθρώπου καί ἰδιαιτέρως οἱ αἰτήσεις γιά τήν πολλαπλῆ εἰρήνη. Εἶναι ἡ πρώτη παρουσία τῆς Ἐκκλησίας μπροστά στόν Θεό καί σέ ὅλες τίς ἐπίγειες ἀνάγκες καί περιστάσεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Οἱ τρεῖς πρῶτες δεήσεις εἶναι γιά τήν εἰρήνη. Γιατί ἡ εἰρήνη εἶναι τό ὀξυγόνο, εἶναι ὁ καθαρός ἀέρας, μέσα στόν ὁποῖο μπορεῖ νά ζήση ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τό πρῶτο πρᾶγμα, πού μᾶς χρειάζεται, γιά νά σταθοῦμε μπροστά στόν Θεό, εἶναι ἡ εἰρήνη. Εἰρηνικοί νά εἴμεθα πρῶτα μέσα μας κι ὕστερα μεταξύ μας: μέ τό σύντροφό μας, μέ τά παιδιά μας, μέ τούς γονεῖς, μέ τά ἀδέλφια, μέ τούς οἰκείους, μέ τούς συγγενεῖς, μέ τόν κάθε πλησίον, γιατί μόνον ὅταν ἔχουμε εἰρήνη μέσα στήν καρδιά μας μποροῦμε νά ἔχουμε καί μεταξύ μας. Μέσα στήν Ἐκκλησία τίποτα δέν μποροῦμε νά ποῦμε καί νά κάνουμε χωρίς εἰρήνη.

Ὁ ἐπίσκοπος, ὅταν μπαίνη στόν Ναό γιά νά χοροστατήση, εἴτε στόν Ἐσπερινό, εἴτε στόν Ὄρθρο καί Θεία Λειτουργία, στέκεται στό κέντρο τοῦ Ναοῦ, δέν ἀνεβαίνει ἀμέσως στόν θρόνο, ἀλλά ἀφοῦ πρῶτα κάνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, εὐλογεῖ σταυροειδῶς (μπροστά, πίσω, δεξιά, καί ἀριστερά) τόν λαό τοῦ Θεοῦ λέγοντας μέσα του τό «εἰρήνη πᾶσι». Καί τότε ἀνεβαίνει στόν θρόνο.
Ὅταν δέν ὑπάρχει εἰρήνη στήν καρδιά ἀλλά ἐπικρατοῦν διαφορές, κακίες, μίση καί σκληρότητα, δέν μποροῦμε νά φέρουμε οὔτε λειτουργίες – πρόσφορα – στόν Ναό. Δέν μποροῦμε νά λειτουργηθοῦμε ὅπως πρέπει, πολύ δέ περισσότερο νά κοινωνήσουμε. Ἀλλοίμονο στίς σκληρές ἐκεῖνες καρδιές, πού δέν τίς μαλακώνει ἡ συγγνώμη, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ ἀγάπη.

Στό μαρτυρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναφέρεται ἕνα συνταρακτικό γεγονός:
Ὑπῆρχαν δυό χριστιανοί στά χρόνια τῶν Διωγμῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μιά διαφορά μεταξύ τους. εἶχαν διαπληκτισθῆ, εἶχαν φιλονικήσει καί δέν μιλοῦσαν ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Ὁ ἕνας λεγόταν Νικηφόρος καί ὁ ἄλλος Σαπρίκιος. Ὁ Σαπρίκιος μάλιστα ἦταν καί ἱερεύς.

Οἱ εἰδωλολάτρες, λοιπόν, μετά ἀπό μιά καταγγελία, πιάνουν τόν Σαπρίκιο μαζί μέ ἄλλους χριστιανούς καί τόν κλείνουν στή φυλακή. Τό μαθαίνει ὁ Νικηφόρος, τρέχει στή φυλακή, πέφτει γονατιστός ἔξω ἀπό τά σίδερα τῆς φυλακῆς καί λέει:

– Σαπρίκιε, συγχώρεσέ με. Αὐτή τήν ὥρα, πού πλησιάζει τό μαρτύριο, συγχώρεσέ με!

– Ὄχι δέν σέ συγχωρῶ! ἀπαντᾶ ὁ Σαπρίκιος.

Ἐπεμβαίνουν οἱ συναθλητές του στό μαρτύριο, καί τοῦ λένε:

– Σαπρίκιε, συγχώρεσέ τον!

– Ὄχι· μοῦ ἔκανε τόσο μεγάλο κακό, πού δέν τόν συγχωρῶ!

Ἔρχεται ἡ ὥρα μαζεύουν τούς Μάρτυρες καί τούς πηγαίνουν σιδηροδέσμιους στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἀπό πίσω ὁ Νικηφόρος.
–Σαπρίκιε, συγχώρεσέ με!

— Δέν σέ συγχωρῶ! ἦταν ἡ ἀπάντησις τοῦ Σαπρίκιου.

Τότε συνέβη κάτι φοβερό: Ὅταν ἔπεσαν τά πρῶτα κεφάλια κάτω ἀπό τά σπαθιά τῶν δημίων καί ἦρθε ἡ σειρά του νά ὁμολογήση τόν Χριστό γιά τελευταία φορά καί νά ἀποκεφαλισθῆ, ὁ Σαπρίκιος χάνει τό θάρρος του καί ἀρνεῖται τόν Χριστό!!! Τόν ἐγκαταλείπει ἡ Θεία Χάρις!!! Διότι μέσα στήν καρδιά του δέν κυριάρχησε ἡ ἀγάπη, ἡ συγγνώμη, ἡ συγχωρητικότητα.
Ὁ Νικηφόρος πού βλέπει τόν Σαπρίκιο νά ἀρνῆται τόν Χριστό, τρέχει καί παίρνει τή θέσι του! Ὁμολογεῖ, μαρτυρεῖ, ἀποκεφαλίζεται. Καί γίνεται Ἅγιος Μάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας μας (1).


ἈπολυτίκιονἉγίου Νικηφόρου

Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.

Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συνδεθείς Νικηφόρε, διέλυσας τρανῶς, τήν κακίαν τοῦ μίσους· καί ξίφει τήν κάραν σου, ἐκτμηθείς ἐχρημάτισας, Μάρτυς ἔνθεος, τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος· ὃν ἱκέτευε, ὑπέρ ἡμῶν τῶν ὑμνούντων, τήν ἔνδοξον μνήμην σου.

Ἐτσι λοιπόν, ὁ ἕνας πού εἶχε μῖσος στήν καρδιά καί σκληρότητα, ἀποδοκιμάσθηκε ἀπό τόν Θεό καί ἡ θυσία του δέν ἔγινε δεκτή. Στερήθηκε τῆς θείας Χάριτος, δηλαδή τῆς θείας δυνάμεως, καί δέν μπόρεσε νά μαρτυρήση. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, πού εἶχε ἀγάπη, εὐλογήθηκε ἀπό τόν Θεό καί ἡ θυσία του ἔγινε δεκτή. Ἔτσι καί οἱ δικές μας προσφορές καί θυσίες πρός τόν Θεό, δέν γίνονται δεκτές, ἄν μέσα στήν καρδιά μας ἐπικρατῆ ἡ κακία, τό μῖσος, ἡ ἀσπλαχνία, ἡ σκληρότης καί ἡ ἀσυγχωρησία. Γι᾿ αὐτό ἄς μήν ταράζουν τήν καρδιά μας τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας πάσης φύσεως λογισμοί ἔχθρας, ἐκδικήσεως, ταραχῆς, γογγυσμοῦ, θεομαχίας. Εἰρήνη λοιπόν στήν καρδιά μας κι ὅταν ἀκόμα οἱ πιό μεγάλες ἀδικίες τοῦ κόσμου μᾶς πληγώνουν καί μᾶς ταλαιπωροῦν. Εἰρήνη μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Εἰρήνη Χριστοῦ.

Δυστυχῶς, μέσα στόν ἴδιο Ναό πολλές φορές βρίσκονται χριστιανοί, πού ἔξω ἀπό αὐτόν δέν μιλοῦν, δέν λένε οὔτε καλημέρα· καί τά πρόσωπα αὐτά μπορεῖ νά εἶναι γονεῖς καί παιδιά, νύφες καί πεθερές, συγγενεῖς καί φίλοι, ἀδέλφια μεταξύ τους! Μέ τό μῖσος μπαίνουν στήν Ἐκκλησία, μέ τό μῖσος βγαίνουν. Μέ τό μῖσος ζοῦν μέχρι τό θάνατο. Δέν ἐννοοῦν νά δώσουν ὁ ἕνας στόν ἄλλον συγχώρησι. Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ ἔχει φύγει πλέον ἀπό τίς καρδιές τους καί βασιλεύει τό μῖσος τοῦ διαβόλου. Λοιπόν, νά τούς λέτε, ἀλλά κι ἐσεῖς νά τό γνωρίζετε, ὅτι ὅσα πρόσφορα κι ἄν προσφέρουν κι ὅσα κεριά κι ἄν ἀνάψουν κι ὅσες Λειτουργίες κι ἄν κάνουν κι ὅσες ἐλεημοσύνες κι ἄν δώσουν, δέν ὠφελοῦνται σέ τίποτα (2).

Ἡ σκληρότης καί τό ἄσπλαγχνον τῆς καρδίας εἶναι θανάσιμη ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία φέρνει μέσα στόν ἄνθρωπο τήν ταραχή, τήν σύγχυσι. Μέ τήν σκληρότητα καί τήν ἀδιαλλαξία ὁ χριστιανός γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του καί ἐχθρός τοῦ πλησίον.

Ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, διότι χωρίζεται ἀπό Αὐτόν.

Ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του, διότι χάνει τήν εἰρήνη του.

Ἐχθρός τοῦ πλησίον, διότι γεμίζει ταραχή καί κακία.

» Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν «.

Ζητοῦμε τήν εἰρήνη ἀπό τόν Χριστό, διότι Αὐτός μέ τή Σταυρική Του Θυσία τήν δώρησε στόν κόσμο. Αὐτήν τήν εἰρήνη τήν κερδίζουμε μέ τήν μετάνοια. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν Τόν πλησιάσουμε μετανοοῦντες, μᾶς στέλνει ἐκεῖ, πού βασιλεύει ἡ εἰρήνη Του. «Πορεύου εἰς εἰρήνην»(3), μᾶς λέγει καί μᾶς στέλνει στόν ἅγιο Ναό Του, στήν Ἐκκλησία Του, πού εἶναι τό ἄσυλο καί τό ἀνάκτορο τῆς εἰρήνης.

Μέσα στόν Ναό, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων, ἡ ψυχή μας – ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ὄντως εἰρηνική – βοηθούμενη καί ὑπό τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, ἀσκεῖται στήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι θεωρία τοῦ Θεοῦ. Πιό ἁπλᾶ: μέ τήν εἰρήνη μέσα της ἡ ψυχή, βιώνει τήν «Εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

1. Καντιώτου Αὐγ., Μητρ. Φλωρίνης, «Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν…», ὅ. π. , σελ. 44

2. Καντιώτου Αὐγ., Μητρ. Φλωρίνης, «Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν…», ὅ. π. , σελ. 46

3.Λουκ. 7:50.

Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου

Ἀπό τό βιβλίο: «ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ»