Saturday, January 30, 2016

«Μία θεϊκή τιμωρία σε μοναχό…»



 Τό ἔτος 1988, μετά ἀπό ὀκτώ ἀκριβῶς χρόνια, ἀπό τήν ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου ἀπό τόν τάφο του, ὁ πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων Διόδωρος διώρισε νέον ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Χοζεβᾶ, τόν ἱερομόναχο Συνέσιο, ἀφοῦ ἐν τῶν μεταξύ εἶχε κοιμηθῆ ὁ προηγούμενος ἡγούμενος π. Ἀμφιλόχιος.
Τότε ὁ π. Συνέσιος ἦτο ἡλικίας 24 ἐτῶν. Τό 1980 ἦλθε στήν μονή Χοζεβᾶ καί ἕνας διάκονος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω, μέ τό ὄνομα Νικηφόρος. Ἀλλά οὔτε ὁ π. Συνέσιος, οὔτε καί ὁ διάκονος εἶχαν εὐλάβεια στόν ὅσιο Ἰωάννη καί συχνά περιφρονοῦσαν καί κακολογοῦσαν τόν Ἅγιο.
Κάποια ἡμέρα, πού εἶχαν ἔλθει στήν Μονή πολλοί ρουμᾶνοι προσκυνητές, ὁ ἡγούμενος π. Συνέσιος ἐμάλωσε ἄγρια τον π. Ἰωαννίκιο, μαθητή τοῦ ὁσίου Ἰωάννου, διότι ἔφερε πολλούς ἀνθρώπους νά προσκυνήσουν τό λείψανο τοῦ Ὁσίου καί ἀκόμη τούς ἔδωσε μερικά βιβλία μέ τόν τίτλο «Πνευματική τροφή» βιβλίο πού ἔγραψε ὁ ὅσιος καί περιέχει ποιήματά του καί διδασκαλίες του. Ἐξ αἰτίας τῆς ὀργῆς καί νοερᾶς ταραχῆς του ὁ π. Συνέσιος άπηγόρευσε στόν π. Ἰωαννίκιο νά γράφη κάτι γιά τόν μακαριστό Γέροντά του, λέγοντας ὅτι τό σῶμα του μυρίζει ἄσχημα καί πρέπει πάλι νά ταφῆ.

Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος ἀναστέναξε βαθειά καί εἶπε:
-Δέν θά συμπληρωθοῦν σαράντα ἡμέρες καί σύ ὁ ἴδιος μέ τόν μαθητή σου Νικηφόρο, θά ἰδῆτε ἐάν ὁ ὅσιος Ἰωάννης εἶναι ἤ ὄχι ἅγιος.
Τήν δεύτερη ἡμέρα τό πρωΐ ὁ ἡγούμενος Συνέσιος μπῆκε στήν ἐκκλησία, ἔχοντας κομμένη τήν γενειάδα του. Ὅταν ὁ π. Ἰωαννίκιος τόν ἐρώτησε τί συμβαίνει, ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
-Αὐτή τήν νύκτα ἦλθε ἕνας μοναχός σέ μένα, μέ κτύπησε σκληρά καί ἔβαλε στό κελλί μου φωτιά, ἀλλά δέν ὑπῆρχε κάτι εὔφλεκτο στό κελλί μου, ἐκτός ἀπό τήν γενειάδα μου.
Κατόπιν, μέσα στό διάστημα τῶν 40 ἡμερῶν, αὐτός ὁ μοναχός, ὁ ὁποῖος μπῆκε στό κελλί τοῦ π. Συνεσίου, μέ κλειδωμένη τήν πόρτα κι αὐτός δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν ὅσιο Ἰωάννη, ἐρχόταν καί τόν κτυποῦσε κάθε νύκτα, μέχρις ὅτου ὁμολογήση τό σφάλμα του καί διορθώση τόν λογισμό του. Μετά ὁ ἡγούμενος ἐπίστευσε στόν ὅσιο, προσευχήθηκε καί ζήτησε νά τόν συγχωρήση.
Ὅλο αὐτό τό διάστημα ὁ διάκονος Νικηφόρος, παρότι ἐγνώριζε ὅλα αὐτά πού συνέβαιναν στόν ἡγούμενο, συνέχιζε νά καταδικάζει καί περιφρονεῖ τόν ὅσιο Ἰωάννη. Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος τόν συμβούλευσε νά εἶναι πολύ προσεκτικός μέ τούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ γιά νά μή τιμωρηθῆ κι αὐτός ἀπό τόν Ἅγιο.
Ὁ Νικηφόρος ὅμως δέν ἤθελε νά βαδίσει τήν σωστή καί εὐθεία ὁδό καί ἡ τιμωρία τοῦ Ἁγίου δέν ἄργησε νά ἔλθη. Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες αὐτός ὁ διάκονος ἄρχισε νά πηγαίνει στούς βεδουΐνους, νά τρώγει μαζί τους καί νά κοιμᾶται στίς καλύβες τους. Μετά ἀπό ἕξι μῆνες ὁ Νικηφόρος ἔφυγε ἀπό τήν Ἱεριχώ, ἀποσχηματίσθηκε καί δέχθηκε τήν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καί ὠνομάσθηκε Μουσταφᾶς. Καί τό χειρότερο ἀκόμη νυμφεύθηκε μία χήρα ἀράβισσα μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε καί δύο παιδιά.
Μετά ἀπό ὅσα συνέβησαν στόν ἡγούμενο π. Συνέσιο καί στόν διάκονο Νικηφόρο, τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἔστειλε ἕνα νέον ἡγούμενο, τόν π. Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος προερχόταν ἀπό τήν μονή τοῦ ἁγίου Σάββα.
Ὁ νέος ἡγούμενος π. Ἀντώνιος δέν ὕβριζε τόν ὅσιο Ἰωάννη, ἀλλά οὔτε καί τόν τιμοῦσε σάν ἅγιο, δεδομένου ὅτι τόν θεωροῦσε σάν ἕνα ἁπλό καλόγερο. Ἀλλά ὁ Πανάγαθος Θεός, γιά τήν ἀγάπη του πού εἶχε πρός τούς ἀνθρώπους, ἐλέησε καί τόν ἡγούμενο νά τόν βοήθησε νά πιστεύσει στήν ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καί ἔτσι νά λυτρωθῆ ἀπό τήν ἀπιστία του.
Κάποια ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὅταν ὁ π. Ἀντώνιος ἦλθε στήν ἐκκλησία γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, προσκύνησε πρῶτα τά Λείψανα τῶν Ἁγίων τῆς ἐκκλησίας καί μετά ἐπῆγε καί προσκύνησε καί τό ὁλόσωμο Λείψανο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου.
Ἀφοῦ προσκύνησε τά Ἅγια λείψανα, ἐπῆγε στό ἀναλόγιο καί ἐρώτησε τούς Πατέρας:
-Ποιός ἐράντισε μέ ἄρωμα τήν λειψανοθήκη μέ τό σῶμα τοῦ πατρός Ἰωάννου;
Οἱ Πατέρες τοῦ ἀπήντησαν ὅτι δέν ἔκανε κανείς αὐτό τό ἔργο. Ὁ ἡγούμενος στενοχωρήθηκε καί ἐκάλεσε τούς ἄλλους Πατέρες νά ἔλθουν δίπλα στήν λειψανοθήκη τοῦ Ὁσίου γιά νά αἰσθανθοῦν κι αὐτοί τήν εὐωδία. Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος εἶπε ὅτι ἔτσι εύωδιάζει πάντοτε ἡ Λειψανοθήκη τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου. Μετά ὁ ἡγούμενος εἶπε:
–Δέν εἶναι δυνατόν, διότι ἐγώ μέχρι τώρα πρώτη φορά αἰσθάνθηκα αὐτή τήν ὡραία εὐωδία.
Καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὁ ἡγούμενος, ἐπειδή δέν ἐπίστευε ἀκράδαντα, δέν εἶχε ποτέ προσκυνήσει τό Σκήνωμα τοῦ Ὁσίου, ὁπότε δέν εἶχε αἰσθανθῆ καί καμμία εὐωδία. Ἀλλά, ὅταν ταπεινώθηκε καί προσκύνησε τόν ὅσιο Ἰωάννη, κατά τρόπο θαυμαστό ἀξιώθηκε νά μεταλάβη αὐτῆς τῆς θείας δωρεᾶς, πού πηγάζει σάν πηγή ἀπό τό ἅγιο σῶμα του.
Τήν δεύτερη ἡμέρα, μετά ἀπό ὅσα συνέβησαν, ἦλθε μία ὁμάδα ἑλλήνων προσκυνητῶν. Μαζί τους εἶχαν κι ἕνα ἄνδρα δαιμονισμένο καί δεμένον μέ ἁλυσίδες. Αὐτός πολλές φορές ἔσπαζε τίς ἁλυσίδες του, ἔφευγε ἀπό τά χέρια τῶν σωματοφυλάκων του καί πολλοί πού τοῦ ἔδειχναν τήν ἀγάπη τους, τούς κτυποῦσε ἄσχημα.
Ὅταν πλησίαζαν στό μοναστήρι, τά δαιμόνια ἀλλάλαζαν δυνατά καί αὐτοί πού τά ἄκουγαν, ἐξεπλήττοντο. Ἔλεγαν:
-Τί ἔχεις μ᾿ἐμᾶς, Ἰωάννη; Δέν μᾶς διώχνεις! Δέν μπορεῖς νά μᾶς βασανίσεις! Δικός μας εἶναι! Ἄφησέ μας! Μή μᾶς κτυπᾶς!
Μέ πολλή δυσκολία κατάφεραν νά τόν φέρουν στήν ἐκκλησία καί, ὅταν τόν ἄγγιξαν στό Λείψανο τοῦ Ὁσίου, ὁ δαιμονισμένος οὔρλιαξε καί ἔκαμε σάν ἕνα ἄγριο θηρίο. Μετά ἔπεσε κάτω σάν νεκρός καί ἐπί μία περίπου ὥρα δέν ἐκινεῖτο, ἀλλά ἵδρωνε ἀργά ἀργά.
Βλέποντας τό θαῦμα αὐτό ὁ π. Ἀντώνιος ἔτρεξε νά εἰδοποιήσει τόν π. Ἰωαννίκιο γιά νά ἰδῆ καί νά σημειώσει τό θαῦμα, διότι εὑρισκόταν στήν σπηλιά τοῦ ὁσίου Γέροντός του Ἰωάννου.


από το βιβλίο: «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ – ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥΣ» – Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010.>

Ἡ μετάνοια τοῦ σιτοκλέφτη καί ἡ καλοσύνη τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου


Μια νύχτα, που ήταν πανσέληνος, ο Άγιος Ευθύμιος, μόλις είχε τελειώσει τους μεσονυκτικούς του ύμνους στον Θεό και όπως συνήθιζε, έκανε προσκυνηματικές επισκέψεις στους ναούς.
Ξαφνικά, βλέπει σ” έναν υπαίθριο χώρο, δύο ανθρώπους να κλέβουν σιτάρι από τις υπόγειες αποθήκες.
Ο ένας έβγαζε από κάτω το σιτάρι, ενώ ο άλλος έπαιρνε πάνω σακιά και τα πήγαινε… σε μια γωνιά, όπου δεν θα τα έβλεπε κανείς. Μόλις εκείνος ο σβέλτος σιτοκλέφτης πήρε είδηση τον Άγιο, το έβαλε στα πόδια, αφήνοντας τον σύντροφό του στον λάκκο.

Τότε, ο θείος Ευθύμιος, επειδή θεώρησε πως θα έκανε μεγάλο κακό, αν στερούσε από τους φτωχούς το αναγκαίο σιτάρι και μάλιστα σε μια εποχή που το ψωμί ήταν τόσο σπάνιο όσο και το χρυσάφι αποφάσισε να πάρει την θέση αυτού, που έφυγε.
Συνέχισε λοιπόν ο άλλος να βγάζει το σιτάρι, χωρίς να ξέρει τίποτε ενώ ο Άγιος το έπαιρνε και το μετέφερε.
Όταν πια, ο άνθρωπος εκείνος έβγαλε αρκετό σιτάρι και θέλησε ν” ανέβει πάνω, ο Άγιος μέσα στο σκοτάδι, σκύβει και του λέει… Τί, θα φύγουμε και θ” αφήσουμε εκείνα τα τυριά, και του έδειχνε συνάμα με το δάκτυλο τον τόπο. Και πού το ξέρεις εσύ αυτό;
Άκουσα πριν από λίγο καιρό τον επίσκοπο, να το λέει, απάντησε ο Άγιος. Τότε ο άλλος βρήκε τον τόπο και πήρε, όσα τυριά ήθελε και τα παρέδωσε στον Άγιο. Έπειτα πιάνοντας το χέρι που του έδωσε εκείνος, ανέβηκε πάνω. Και μόλις κατάλαβε, ποιός ήταν, έλιωσε από την ντροπή και την τρομάρα. Παραλυμένος από φόβο κυλίστηκε μπροστά στα πόδια του Αγίου.
Μα εκείνος, τον χάιδεψε με καλοσύνη, τον σήκωσε από την γη, τον αγκάλιασε και είπε… Μην στεναχωριέσαι παιδί μου, νομίζοντας, πως έκανες κάτι τρομερό. Γιατι τα πράγματα αυτά είναι δικά σου και του Θεού.
Κι αν πήρες κάτι, από τα δικά σου τα πήρες και όχι από τα ξένα. Μα και πάλι, αν θελήσεις, έλα να πάρεις, ότι χρειάζεσαι! Κι εκείνος, ο σιτοκλέφτης μετανόησε κι έγινε υπόδειγμα στους άλλους χριστιανούς.


Αγίου Ευθυμίου του νέου