Monday, July 27, 2015

Αν ένας άνθρωπος μετανοήσει μ΄ όλη του την καρδιά ( Γεροντικό )



Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
- Έκανα αμαρτία μεγάλη, και θέλω να μείνω σε μετάνοια τρία χρόνια.
- Πολύ είναι, του λέει ο γέροντας.
Ρώτησαν τότε κάποιοι, πού βρίσκονταν εκεί:
- Φτάνουν σαράντα μέρες;
- Πολύ είναι, είπε πάλι ο αββάς. Εγώ νομίζω πώς, αν ένας άνθρωπος μετανοήσει μ΄ όλη του την καρδιά και δεν συνεχίσει ν΄ αμαρτάνει πιά, ακόμα και σε τρεις μέρες τον δέχεται ο Θεός.
 

Γεροντικό 

Μοναχός Νεκτάριος Γρηγοριάτης


Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου

Το 2003 κυκλοφόρησε ένα χαριτωμένο αγιορείτικο βιβλίο. Περιέχει διδακτικές διηγήσεις, περιστατικά και ιστορίες από την ζωή παλαιτέρων και νεωτέρων Πατέρων του Άθωνος.

Τιτλοφορείται: Αγιορείτικα ανέκδοτα και διηγήσεις και όχι μόνο. Συγγραφεύς φέρεται ο μοναχός Νικάνωρ Καυσοκαλυβίτης.



Τα διηγήματά του γραμμένα με απλή και κατανοητή γλώσσα, είναι διδακτικά και ωφέλιμα για κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη. Ανάμεσα σ αὐτά τα περιστατικά ευρήκα και την ζωή του π Νεκταρίου Γρηγοριάτου μοναχού, η οποία λόγω της μεγάλης ωφελείας που θα προσφέρη, σκέφθηκα να την καταχωρήσω εδώ σ αὐτό το Γρηγοριάτικο Γεροντικό, εφ ὅσον κι αυτός συγκαταλέγεται στην χορεία των παλαιοτέρων Γρηγοριατών πατέρων.



Παρουσιάζω την περιπετειώδη βιογραφία του, χωρίς ν ἀλλοιώσω τα ιστορικά της στοιχεία, ενώ η σύνταξις του κειμένου θα φέρη τον προσωπικό χαρακτήρα του γράφοντος. Στην ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου μετέβη, πριν από 100 χρόνια, κάποιος νέος να μονάση. Ασφαλώς τότε ηγούμενος ήτο ο ικανώτατος Γέροντας αρχιμ. π.Συμεών Αγγελίδης, ο εκ Τριπόλεως Πελοποννήσου, ο οποίος εχρημάτισε ηγούμενος από το 1860 μέχρι το 1906.



Γεννήθηκε ο μοναχός αυτός, άγνωστο πότε, στην Πάτρα και το βαπτιστικό του όνομα ήτο Νικόλαος. Σύμφωνα με την τάξι του Αγίου Όρους, δοκιμάσθηκε επί μία τριετία και μετά εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ονομασθείς Νεκτάριος.



Την εποχή εκείνη, λόγω πτωχείας, ίσως είχε ευλογία κάθε μοναχός, ακόμη και κοινοβιάτης, να ασχολήται με κάποιο εργόχειρο για τα προς το ζην αναγκαία. Ίσως ο μοναχός Νεκτάριος να ζούσε εκτός της Μονής σαν εξαρτηματικός και ησχολείτο με κάποιο εργόχειρο για να καλύπτη τα απολύτως αναγκαία της ζωής του.



Ήθελε, λοιπόν, ν ἀγοράση παπούτσια και μερικά άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Ζήτησε ευλογία από τον Γέροντά του να πάη στην Θεσσαλονίκη για να πωλήση το εργόχειρό του. Δεν μας είναι γνωστό τι κατεσκεύαζε. Ο Γέροντάς του του απήντησε: -Δεν πρέπει να βγης, έξω π. Νεκτάριε. Είσαι νέος μοναχός και ίσως κινδυνεύσης. -Γέροντα, θα πάω να πωλήσω τα εργόχειρό μου και να ψωνίσω ο, τι προσωπικό μου χρειάζομαι και να επιστρέψω.



Ο Γέροντας όμως δεν ευλογούσε την έξοδό του, αλλά και ο μοναχός δεν παραιτείτο από το θέλημά του. Τελικά υπεχώρησε ο Γέροντάς του και του είπε: -Πήγαινε, αλλά δεν θα καθυστερήσης περισσότερο από τρεις ημέρες. Δηλαδή δύο ημέρες το ταξίδι σου και μία ημέρα για τα ψώνια σου.





Έφυγε ο π. Νεκτάριος κι έφθασε στην Θεσσαλονίκη. Ενώ εβάδιζε κοντά στον Βαρδάρη, ύψωσε το βλέμμα του σ ένα μπαλκόνι και είδε μία κοπέλλα να τινάζη τις κουβέρτες. Αλλά και η κοπέλλα τον είδε και επίμονα με το βλέμμα της τον περιεργαζόταν.

Αυτός ενόμισε ότι η κοπέλλα τον εκύτταξε με πονηρό λογισμό. Από εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα του ο πειρασμός. Την επομένη ημέρα ξαναπέρασε πάλι από εκεί μήπως και την ιδή. Το ίδιο έκανε και τις υπόλοιπες ημέρες.
Οι λογισμοί του να εγκαταλείψη τον μοναχικό του Σχήμα για να κερδίση την κοπέλλα, φούντωσαν μέσα του. Δεν χάνει καιρό και θέτει σε εφαρμογή το σατανικό αυτό σχέδιο. Κάποιο απόγευμα έβγαλε τα ράσα του, έκοψε τα γένεια του και συνέχισε σαν λαϊκός πλέον
τώρα να συχνάζη σ εκείνη την εστία του πειρασμού. Δεν άργησε να προχωρήση και σε άλλα μέτρα για να μη χάση…το δόλωμα, που ο διάβολος του είχε βάλει μπροστά του. Ενοίκιασε δωμάτιο κοντά σ αυτή την γειτονιά και εν συνεχεία έψαχνε να βρη δουλειά. Γνωρίσθηκε με κάποιον, ο οποίος και τον πήρε στην δουλειά του. Μία ημέρα είπε σ αὐτόν που ήταν αφεντικό του στην δουλειά:
-Αυτή η κοπέλλα που μένει απέναντί μας, την έχω συμπαθήσει και θέλω να την κάνω γυναίκα μου.
-Τι λες βρε Νίκο; Είναι αλήθεια; Ξέρεις αυτή η κοπέλλα είναι αδελφή ενός πολύ καλού φίλου μου. Θα κάνω το παν να σε γνωρίσω μαζί του.
Πράγματι γνωρίσθηκε ο Νικόλαος με τον αδελφό της κοπέλλας και ένα βράδυ επήγαν μαζί στο σπίτι της. Τους υποδέχθηκε η μητέρα της κοπέλλας και τους προσέφερε ένα κέρασμα.
Επήγε και πάλι και πάλι ο Νικόλαος στο σπίτι της κοπέλλας. Τότε είπε ο φίλος του στον αδελφό της κοπέλλας:
-Ο νεαρός Νικόλαος που εγνώρισες έχει ερωτευθή την αδελφή σου και θέλει να την κάνη γυναίκα του.
-Αλήθεια, λες βρε Γιώργο;
-Ναι, είναι σοβαρός άνθρωπος.
-Το βλέπω κι εγώ ότι είναι σοβαρός. Θα το ειπώ στην μητέρα μου.
Η μητέρα του, όταν έμαθε το νέο αυτό, απόρησε και τον ερώτησε:
— Βρε παιδί μου, αυτός δεν είναι απ εδώ, είναι από την Πάτρα. Πως θα δεχθή να φτιάξη οικογένεια μακριά από τους ιδικούς του συγγενείς;
Τελικά συζήτησαν το θέμα όλοι μαζί και οι γονείς τους. Η κοπέλλα τους είπε:
-Εγώ, μητέρα, δεν έχω σκοπό να παντρευτώ ακόμη. Τελικά η κοπέλλα δέχθηκε τις πιεστικές προτάσεις των γονέων της και υποσχέθηκε να υπαντρευθή. Έτσι μία ημέρα έγιναν οι γάμοι του Νικολάου και της Όλγας. Γρήγορα απέκτησαν και το πρώτο τους παιδί.



Στό Μοναστήρι οἱ Πατέρες περίμεναν τόν μοναχό Νεκτάριο, ἀλλά ἀκόμη δέν φαινόταν πουθενά...Ὁ Ἡγούμενος καί ὅλοι οἱ Πατέρες ἔμαθαν γιά τά ...κατορθώματά του καί ἔκαναν προσευχή. Παρακαλοῦσαν τόν Θεό νά τόν συγχωρήση καί νά λάβη τήν ἀπόφασι νά ἐπιστρέψη.
Ὁ μοναχός Νικόλαος συνέχιζε κανονικά τήν κοσμική του ζωή, μή μεριμνῶντας γιά τίποτε ἄλλο παρά μόνο γιά τήν οἰκγένειά του, τό παιδί του καί καί τίς δουλειές του. Κάθε ἀνάμνησι γιά τό παρελθόν τήν ἀπέφευγε διότι τόν ἐμπόδιζε στήν ἀπόλαυσι τῆς κοσμικῆς του ζωῆς.
Κάποια ἡμέρα, περίοδος καλοκαιριοῦ, ἐπῆγε μέ τό παιδί του, ἡλικίας τότε ὀκτώ ἐτῶν, στήν παραλία γιά νά κάνουν τό μπάνιο τους. Μετά τό λούσιμο στήν θάλασαα, βγῆκε ἔξω νά παίξη τόπι μέ τόν παιδάκι του. Σέ μιά στιγμή τοῦ εἶπε τό παιδί του:
-Μπαμπᾶ, τί εἶναι αὐτό τό μαῦρο πανί πού ἔχεις ἐπάνω σου;
-Δέν φορῶ κάποιο μαῦρο πανί ἐπάνω μου, παιδί μου! Δέν βλέπεις ὅτι εἶμαι μόνο μέ τό "μαγιώ";
-Ἐγώ βλέπω νά φορῆς ἕνα μαῦρο πανί μέ κόκκινα γράμματα καί μέ κόκκινο σταυρό στό στῆθος σου.
Ἐδῶ ὁ Θεός ἄκουσε τίς προσευχές τοῦ Γεροντός του καί τῶν Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς του
καί ἔδωσε τήν δυνατότητα στό παιδάκι του νά ἰδῆ μέ τά νοερά καθαρά του μάτια τό ὑπερφυσικό αὐτό φαινόμενο. Εἶδε νά ἔχει ἐνδυθῆ ὁ πατέρας του μέ τό Ἀγγελικό Σχῆμα. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό Σχῆμα τοῦ μοναχοῦ ἀποτυπώνεται σάν σφραγίδα στό στῆθος καί στήν ζωή τοῦ μοναχοῦ. Ἔτσι, κι ἄν ἀκόμη ὁ μοναχός ἀρνηθῆ τό Σχῆμα του, τό Σχῆμα ὅμως δέν τόν ἀρνεῖται. Τόν ἀκολουθεῖ καί αὐτός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θά σταθῆ καί θά κριθῆ σάν μοναχός Μεγαλόσχημος.

Ὁ πατέρας του κατάλαβε ἀμέσως τί τοῦ ἔλεγε τό παιδί του. Σκέφθηκε καί μονολόγισε μόνος του: "Ἀκόμη μέ θυμᾶται καί μ᾿ ἀγαπᾶ ὁ Θεός! Μετά εἶπε στό παιδί του:
-Φεύγουμε. Ἑτοιμάσου νά πᾶμε στό σπίτι μας.
Ἔφθασαν στό σπίτι, ἀλλά ὁ Νικόλαος, ὅπως ἦτο στενοχωρημένος, φαινόταν ἀγνώριστος ἀπό τήν γυναῖκα του.
-Τί ἔχεις, βρέ Νῖκο, γιατί εἶσαι τόσο στενοχωρημένος; Ἄλλη φορά ἦσουν πάντα χαρούμενος καί γελαστός. Κάτι σοβαρό σοῦ συμβαίνει. Θέλω νά μοῦ τό εἰπῆς.
-Ἑτοίμασε νά φᾶμε καί μετά θά σοῦ εἰπῶ τά πάντα μέ εἰλικρίνεια.
Μετά τό φαγητό, ἔβαλαν τό παιδί νά κοιμηθῆ καί τότε ὁ Νικόλαος τῆς ἀπεκάλυψε γιά πρώτη φορά στήν γυναῖκα του τά ἑξῆς:
-Ἄκουσέ με, Ὄλγα. Ἐγώ, πρίν σέ γνωρίσω καί σέ ζητήσω γιά γάμο ἤμουν μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος. Ἦλθα γιά δουλειές μου στήν Θεσσαλονίκη. Σέ εἶδα, σέ ἐρωτεύθηκα. Πέταξα τά ράσα μου καί τό Σχῆμα μου, ἐγκατέλειψα τίς καλογερικές μου ὑποχρεώσεις καί τό μοναστήρι μου γιά νά πάρω ἐσένα. Σήμερα τό παιδί μας, μέ θεία νεῦσι, εἶδε ἐπάνω στό στῆθος μου τό Ἀγγελικό μου Σχῆμα, τό ὁποῖον καί κατερύπωσα μέ αὐτή τήν ἄσωτη ζωή μου..
-Τί εἶναι αὐτά πού λέγεις, βρέ Νῖκο; Ἄν εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού μοῦ λέγεις, τότε εἶσαι δολοφόνος...Κατέστρεψες τρία σπίτια: Τό δικό μας, τῆς μητέρας μου καί ἐπρόσβαλλες τό μοναστήρι σου καί τό Ἅγιο Σχῆμα σου...Σήκω καί φῦγε ἀμέσως...Καί τά δάκρυά της ἐπήγαιναν ποτάμι. Ἦτο ἄνθρωπος τῆς ἐκκλησίας..
-Θά φύγω τῆς εἶπε αὐτός καί θά γυρίσω στό Μοναστήρι μου. Ἄν μέ κρατήσουν θά μείνω γιά πάντα ἐκεῖ καί ἐκεῖ θά πεθάνω. Ἐάν δέν μέ κρατήσουν, θά σκεφθῶ ποῦ θά πάω..
-Φῦγε, ἀμέσως γιά τό μοναστήρι σου. Μή σκέπτεσαι ἐμένα καί τό παιδί μας. Θά φροντίση γιά ἐμᾶς ὁ Θεός. Φῦγε γιά νά μή καταδικασθῆς αἰώνια. Ὅσο καθυστερῆς στόν κόσμο, τόσο παροργίζεις τόν Πανάγαθο Θεό μας. Ἐάν κάνης ἔτσι καί μετανοήσης εἰλικρινά θά σέ συγχωρέση ὁ Θεός καί θά σέ σώση...
-Σέ παρακαλῶ, τῆς εἶπε, μήν εἰπῆς τίποτε στό παιδί μας. Ὅταν μεγαλώση θά μάθη ἀπό σένα ποιός εἶναι καί ποῦ εἶναι ὁ πατέρας του...



Πράγματι, ἔφθασε στό μοναστήρι του συντετριμμένος σάν τόν ἄσωτο υἱό ὁ Νεκτάριος. Μόλις τόν εἶδε ὁ Γέροντάς του, τόν γνώρισε, τόν ἀγκάλιασε καί τόν ἔφερε μέσα στό Μοναστήρι.
Ὁ Νεκτάριος ἔπεσε στά πόδια του καί μέ στεναγμούς παρακαλοῦσε καί τοῦ ἔλεγε:
-Γέροντά μου, συγχώρεσέ με. Εἶμαι ὁ δεύτερος ἄσωτος γυιός. Δέν εἶμαι ἄξιος νά στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα τό Σχῆμα μου, τό ὁποῖο ἀπό τά χέρια σου ἔλαβα. Δέν ἔχω μάτια νά σ᾿ ἀντικρύσω. Δέξαι με ὄχι σάν δοῦλο σου, ὄχι σάν γυιό σου, ἀλλά σάν τό σκουλήκι καί τό σκουπίδι τῆς γῆς.
Ἐν τῶ μεταξύ ἦλθαν κι οἱ ἄλλοι Ἀδελφοί καί Πατέρες. Ἄλλοι ἔκλαιγαν καί ἄλλοι ἐχαίροντο γιά τήν ἐπιστροφή του. Σηκώθηκε ὁ Γέροντάς τους, παπᾶ Συμεών, τόν ἀγκάλιασε καί πήγανε μαζί στό Ἀρχονταρίκι. Ἐκεῖ τοῦ ἐξωμολογήθηκε ὁ Νεκτάριος ὅλα τά παθήματά του. Καί ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε:
-Παιδί μου, ὅλοι ἐμεῖς, ἐγώ ὁ Γέροντάς σου καί οἰ Ἀδελφοί σου σέ δεχόμεθα καί πάλι στό μοναστήρι. Ὅμως θά πᾶς νά μείνης στήν σπηλιά τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τοῦ Κτίτορος τῆς Μονῆς μας.
Ὁ Νεκτάριος δέχθηκε τήν ἐντολή τοῦ π. Συμεών καί τόν εὐχαρίστησε διότι τόν δέχθηκαν καί πάλι στό μοναστήρι.
Ὁ Γέροντάς του τοῦ ἔδωσε μία φραντζόλα ψωμί καί νερό καί τόν ἐπῆγε ὁ ἴδιος νά τόν ἐγκαταστήση μέσα στήν σπηλιά. Ἐκεῖ ἐπέρασε ὁ Νεκτάριος ἕνα μῆνα μ᾿ αὐτό τό ψωμί. Ὅταν πεινοῦσε ἔτρωγε καί λίγα χόρτα, ἀπ᾿ αὐτά πού φύτρωναν ἔξω ἐκεῖ στά κηπάρια τοῦ Καθίσματος τῆς Παναγίας. Εἶχε βέβαια πολύ ἀδυνατίσει.

Μετά ἀπό ἕνα μῆνα τόν ἐπισκέφθηκε καί πάλι ὁ Γέροντάς του καί τοῦ ἔφερε νερό καί ψωμί. Τόν ἐρώτησε:
-Πῶς εἶσαι, πάτερ Νεκτάριε;
-Καλά μέ τίς εὐχές σας, Γέροντα. Δόξα σοι ὁ Θεός, πολύ καλά.
-Θά ἔλθη καιρός νά κατέβης καί κάτω στό Μοναστήρι μας, ἀλλά ὄχι τώρα. Τώρα μόνο ἐσύ θά κάνης νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή γιά νά δεχθῆ τήν μετάνοιά σου ὁ Θεός.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό τοῦ μετέφερε ὁ Γέροντάς του μέσα σέ μία στάμνα βρεγμένα ὄσπρια. Τοῦ εἶπε:
-Πάρε αὐτή τήν στάμνα μέ τά ὄσπρια, ὅσα εἶναι μέσα. Θά βάζης τό χέρι σου μόνο μία φορά τήν ἡμέρα καί ὅσα βγάζης, θά τά τρῶς. Πάρε κι αὐτά τά δύο πρόσφορα καί τό νερό σου.
Ἦλθε καιρός καί πέθανε ὁ παπᾶ Συμεών καί τόν διαδέχθηκε ὁ παπᾶ Ἰάκωβος. Συνέχιζε κι αὐτός νά τοῦ πηγαίνη τρόφιμα καό νερό, ὅπως ὁ προηγούμενος.
Μέ τίς προσευχές καί τά δάκρυα καθαρίσθηκε ἡ ψυχή τοῦ π. Νεκταρίου. Ἤδη εἶχε φθάσει καί 75 ἐτῶν.
Μία ἡμέρα τόν ἐρώτησε ὁ Ἡγούμενος:
-Πῶς πᾶς, Ἀδελφέ;
-Καλά, δόξα σοι ὁ Θεός, Γέροντα. Καί ἄρχισε νά κλαίη ἀσταμάτητα. Μόλις ἡσύχασε λίγο, εἶπε στόν Γέροντά του:
-Γέροντα, ἔρχεται ἕνα πουλάκι καί μοῦ κάνει παρέα.
Ὁ Γέροντας κατάλαβε ὅτι ἦτο τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά τόν ρώτησε:
--Τί πουλάκι εἶναι αὐτό, Νεκτάριε;
-Νά, εἶναι ἕνα ἄσπρο καί ὡραῖο πουλάκι. Ἔρχεται καί μέ κυττάει. Μοῦ κάνει παρέα καί μετά ἀπό λίγο φεύγει καί πάλι ἔρχεται.
-Καλά, παιδί μου, συνέχισε τήν προσευχή σου.
Τελικά ὁ π. Νεκτάριος ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν 80 ἐτῶν.
Μία ἡμέρα τόν ἐπισκέφθηκε καί πάλι ὁ Γέροντάς του καί τόν ρώτησε:
-Πῶς πᾶς, Ἀδελφέ Νεκτάριε;
-Καλά, Γέροντα. Νά τό πουλάκι ἦλθε καί πάλι πολύ κοντά μου. Ἅπλωσα τό χέρι μου νά τό πιάσω, ἀλλά αὐτό μ᾿ ἕνα πήδημα μπῆκε μέσα στό στόμα μου καί ἀπό τότε πάλι δέν ἔρχεται. Τώρα πῶς θά τό βγάλω ἀπό μέσα μου; Καί ἄρχισε να κλαίη.
-Δέν πειράζει. Μήν ἀνησυχῆς, Νεκτάριε. Τώρα εἶναι καιρός νά γυρίσης στό μοναστήρι μας. Θά μένης στό γηροκομεῖο καί θά σ᾿ ἔχουμε κοντά μας.
-Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ π. Νεκτάριος. Καλά εἶμαι ἐδῶ. Ἄφησέ με νά πεθάνω ἐδῶ στήν σπηλιά σέ παρακαλῶ.
-Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντάς του, πρέπει νά κάνης ὑπακοή καί νά κατέβης στήν Μονή.
-Καί ἀφοῦ ἦτο θέμα ὑπακοῆς, κατέβηκε μαζί του στήν Μονή ὁ π. Νεκτάριος καί ἔμενε πλέον στό γηροκομεῖο. Σέ ἡλικία 85 ἐτῶν ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω. Ἔκαμαν τήν κηδεία του καί στά τρία χρόνια ἔβγαλαν τά ὀστᾶ του. Τί τό ἐξαίσιο καί θαυμάσιο; Τά ὀστᾶ του εὐωδίαζαν. Ἀπ᾿ αὐτό ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας τί καρπούς πνευματικούς ἠμπορεῖ νά φέρη ἡ ὑπακοή καί ἡ μετάνοια.
Δόξα στόν Πανοικτίρμονα Θεό μας, ὁ Ὁποῖος δέχθηκε τήν μετάνοια τοῦ μοναχοῦ Νεκταρίου καί τόν ἐπανέφερε ὄχι μόνο στήν μοναχική τάξι, στήν ὁποία εὑρισκόταν καί παλαιότερα, ἀλλά καί τόν ἀρίθμησε μεταξύ τῶν χορῶν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου γέροντος Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος ἀνῆλθε ἐξ ἅδου κατωτάτου καί μᾶς ἄφησε σάν πνευματική κληρονομία τό ὑπέροχο παράδειγμα τῆς συνεχοῦς μέχρι θανάτου μετανοίας του.


Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ πρεσβείαις πάντων τῶν Ὁσίων Γεροντάδων μας καί τοῦ ἁγίου Γέροντός μας π. Γεωργίου ἀξίωσον καί ἡμᾶς τῆς αἰωνίου μακαριότητος. Ἀμήν.

Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου

Άγιον Όρος Άθω

Πηγή: http://anavaseis.blogspot.gr
http://www.diakonima.gr