Thursday, December 31, 2015

Πρωταγωνιστές - Γεύσεις - Αρώματα - στο Περιβόλι της Παναγίας

 
     




Στο 'Αγιον 'Ορος θα ταξιδέψουν οι «Πρωταγωνιστές». Ο Σταύρος Θεοδωράκης και το συνεργείο της εκπομπής (ο δημοσιογράφος Στέφανος Γώγος και οι οπερατέρ Γιώργος Πετράκης και Θεόφιλος Δρόλαπας) έζησαν για τέσσερις μέρες σε μονές, κελιά και σκήτες του Αγίου 'Ορους. Δοκίμασαν την αγιορείτικη κουζίνα, περιηγήθηκαν στους κήπους και στα αμπέλια και κυρίως κατέγραψαν τις διηγήσεις των μοναχών. Η μοναδικότητα της Αγιορείτικης φύσης, τα μυστικά της Αγιορείτικης κουζίνας, αλλά και ιστορίες από τη ζωή των μοναχών θα «ξεδιπλωθούν» σε αυτή τη εκπομπή. 'Αλλωστε είναι μια από τις ελάχιστες φορές στην ιστορία του 'Ορους που οι τηλεοπτικές κάμερες περιηγούνται ελεύθερα από την μια άκρη του «μεγαλοπρεπούς βράχου του 'Αθωνα» στην άλλη, χωρίς, δηλαδή, να έχει προσδιοριστεί από πριν που θα πάνε και ποιος θα τους μιλήσει.
Απρόσμενες συναντήσεις, λοιπόν, με μοναχούς που είναι ταυτόχρονα μελισσοκόμοι, ψαράδες, κηπουροί, οινοποιοί, μάγειρες, βοτανολόγοι. Και εκμυστηρεύσεις, για τον Θεό, τα πάθη, την κόλαση, τον παράδεισο, τον άνθρωπο.


Σημειώσεις-όροι χρήσης:

Επιτρέπεται η ενσωμάτωση των βίντεο σε blogs και ιστοσελίδες με αναφορά στην πηγή.

Απαγορεύεται το κατέβασμα και η χρήση αποσπασμάτων ή ολόκληρων βίντεο για οποιαδήποτε λόγο χωρίς γραπτή άδεια.

Επιτρέπουμε ελεύθερη δημοσίευση σε κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται στο βίντεο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και Τo Video production company δε φέρει ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη.

Video production company

https://www.youtube.com/watch?v=FM7QmQpFObs

Tuesday, December 29, 2015

Ὅταν θέλετε νά ἰατρεύσετε τήν ψυχή σας, τέσσαρα πράγματα σᾶς χρειάζονται... ( Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός )



Εδῶ ὁποῦ ἦλθα, χριστιανοί μου, ἔλαβα μίαν χαράν μεγάλην, μά ἔλαβα καί μίαν λύπην μεγάλην. Χαράν μεγάλην ἔλαβα βλέποντας τήν καλήν σας γνώμην, τήν καλήν σας μετάνοιαν, λύπην ἔλαβα στοχαζόμενος τήν ἀναξιότητά μου, πώς δέν ἔχω καιρόν νά σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἕνα πρός ἕνα, νά μοῦ εἰπῆ τό παράπονό του ὁ καθένας, νά τοῦ εἰπῶ καί ἐγώ ἐκεῖνο ὁποῦ μέ φωτίση ὁ Θεός. Θέλω καί ἀγαπῶ, ἀμά δέν ἠμπορῶ, παιδιά μου. Καθώς ἕνας πατέρας εἶναι ἄρρωστος, πηγαίνει τό παιδί του νά τό παρηγορήση, ἐκεῖνος μήν μπορώντας τό διώχνει, μά πῶς τό διώχνει; Μέ τήν καρδίαν καμμένην. Θέλει νά τό παρηγορήση, μά δέν ἠμπορεῖ. Πατέρας ἀνάξιος εἶμαι ἐγώ. Πνευματικά παιδιά μου εἴσαστε ἡ εὐγενεία σας. Τώρα ἔρχεται ἕνας νά ἐξομολογηθῆ εἰς τοῦ λόγου μου νά μοῦ εἰπῆ τό παράπονόν του, νά τοῦ εἰπῶ καί ἐγώ ἐκεῖνο ὁποῦ μέ φωτίση ὁ Θεός. Ἐγώ μήν ἠμπορώντας τόν διώχνω, μά πῶς τόν διώχνω; Τόν διώχνω καί καίεται ἡ καρδία μου καθώς ὁ πατέρας μέ τό παιδί του. Τί νά σᾶς κάμω; Μά πάλιν, νά μήν ὑστερηθῆτε παντελῶς, σᾶς λέγω ἐγώ παραμικρόν. Ὅταν θέλετε νά ἰατρεύσετε τήν ψυχή σας, τέσσαρα πράγματα σᾶς χρειάζονται. Κάνομέ τε ἕνα παζάρι; Ἀπό τόν καιρόν ὁποῦ ἐγεννηθήκετε ἕως τώρα ὅσα ἁμαρτήματα ἐκάμετε νά τά πάρω ὅλα εἰς τόν λαιμόν μου καί ἡ εὐγενεία σας νά μοῦ πάρετε τέσσαρες τρίχες. Βαρύ νά ἀσηκώσετε τέσσαρες τρίχες ἀπό αὐτά τά γένεια καί νά σᾶς πάρω ἐγώ ὅλα σας τά ἁμαρτήματα; Καί τί νά τά κάμω; Ὡστόσον ἔχω μίαν καταβόθρα καί τά ρίχνω ὅλα μέσα ὡσάν χωνευτήρι. Ποία εἶναι ἡ καταβόθρα; Εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Χριστοῦ μας.

Πρώτη τρίχα εἶναι ὅταν θέλετε νά ἐξομολογᾶσθε τό πρῶτον θεμέλιον εἶναι αὐτό ὁποῦ εἴπαμε, νά συγχωρᾶτε τόν ἐχθρόν σας. Τό κάμνετε;

–Τό κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ.

Ἐπήρετε τήν πρώτην τρίχα. Δευτέρα τρίχα εἶναι νά εὑρίσκετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, σοφόν, ἐνάρετον, εὐλαβῆ νά ἐξομολογᾶσθε. Καί νά ἐξομολογᾶσαι καί νά εἰπῆς ὅλα σου τά ἁμαρτήματα. Νά ἔχης ἑκατό ἁμαρτίες καί εἰπῆς τίς ἐνενῆντα ἐννέα εἰς τόν πνευματικόν καί μίαν νά μή φανερώσης, ὅλες ἀσυγχώρητες μένουν. Καί ὅταν κάνης τήν ἁμαρτίαν, τότε πρέπει νά ἐντρέπεσαι, ἀλλά ὅταν ἐξομολογᾶσαι, νά μήν ἔχης καμμίαν ἐντροπήν.

Μία γυναῖκα ἐπῆγε νά ἐξομολογηθῆ εἰς ἕνα ἀσκητήν. Ὁ ἀσκητής εἶχεν ἕνα ὑποτακτικόν ἐνάρετον. Λέγει τοῦ ὑποτακτικοῦ του ὁ ἀσκητής: πήγαινε παρέκει νά ἐξομολογήσω τήν γυναῖκα. Ὁ ὑποτακτικός ἐμάκρυνεν ἕως ὁποῦ ἔβλεπε, μά δέν ἤκουε τίποτε. Ἐξομολόγησε τήν γυναῖκα, ἔφυγε. Ὕστερα ἔρχεται ὁ ὑποτακτικός καί λέγει: «Γέροντά μου, εἶδα ἕνα παράδοξον θαῦμα: ἐκεῖ πού ἐξομολογοῦσες τήν γυναῖκα ἔβλεπα ὁποῦ ἔβγαιναν μέσα ἀπό τό στόμα της ὀφίδια μικρά. Βλέπω καί κρεμιέται ἕνα μεγάλο. Ἔκανε νά ἔβγη καί πάλιν ἐτραβήχθη εἰς τά ὀπίσω.» Λέγει ὁ ἀσκητής: «Πήγαινε νά τήν κράξης νά ἔλθη ὀπίσω ὀγλήγορα.» Πηγαίνοντας ὁ ὑποτακτικός τήν εὗρεν ἀποθαμένην. Γυρίζει ὀπίσω καί τό λέγει τοῦ γέροντός του. Αὐτός μήν ἠμπορώντας νά καταλάβη τό θαῦμα ἐπαρακάλεσε τόν Θεόν νά τοῦ φανερώση ἡ γυναῖκα ἐσώθη ἤ ἐκολάσθη; Καί φαίνεται ἐμπρός του μία ἀρκούδα μαύρη καί λέγει τοῦ ἀσκητή: «Ἐγώ εἶμαι ἐκείνη ἡ ταλαίπωρος γυναῖκα, ὁποῦ ἐξομολογήθηκα καί δέν σοῦ ἐφανέρωσα ἕνα θανάσιμον ἁμάρτημα ὁποῦ εἶχα κάμει καί διά τοῦτο ὅλα μου τά ἁμαρτήματα ἔμειναν ἀσυγχώρητα καί μέ ἐπρόσταξεν ὁ Κύριος νά πηγαίνω εἰς τήν Κόλασιν νά καίωμαι πάντοτε.» Καί ἐνταυτῷ ἔγινε μία βρῶμα ὡσάν καπνός καί ἐχάθη ἀπ᾽ ἔμπροσθέν του.

Διά τοῦτο, χριστιανοί μου, ὅταν ἐξομολογᾶσθε, νά λέγετε ὅλα σας τά ἁμαρτήματα παστρικά καί καλά. Καί πρῶτον νά εἰπῆς τοῦ πνευματικοῦ σου: «Πνευματικέ μου, ἐγώ θέ νά κολαστῶ, διατί δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν καί τούς ἀδελφούς μου μέ ὅλην μου τήν καρδίαν καί μέ ὅλην μου τήν ψυχήν ὡσάν τόν ἑαυτόν μου.» Καί νά εἰπῆς ἐκεῖνο πού σέ τύπτει τό συνειδός σου ἤ ἐφόνευσες ἤ ἐπόρνευσες ἤ ἐμοίχευσες ἤ ὅρκον ἔκαμες ἤ εἶπες ψεύματα ἤ τόν πατέρα σου ἤ τήν μητέρα σου δέν ἐτίμησες ἤ ἀδελφός τόν ἀδελφόν ἤ γείτονας τόν γείτονα ἤ γυναῖκα τόν ἄνδρα ἤ ἄλλο κακόν ὁποῦ νά ἔκαμες. Βαρύ εἶναι νά τό κάμης αὐτό;

–Ὄχι, ἅγιε διδάσκαλε.

Ἰδού ἐπῆρες τήν δευτέραν τρίχα. Ἡ τρίχα ἡ τρίτη εἶναι φυσικά ὡσάν ἐξομολογηθῆς θέ νά σέ ἐρωτήση ὁ πνευματικός νά σοῦ εἰπῆ: «Διατί, παιδί μου, νά κάμης αὐτά τά ἁμαρτήματα;» Ἐσύ νά προσέχης νά μήν κατηγορήσης ἄλλον, ἀλλά τοῦ λόγου σου καί νά εἰπῆς: «Αὐτά τά ἔκαμα ἀπό τό κακόν μου κεφάλι, ἀπό τήν κακήν μου προαίρεσιν.» Βαρύ εἶναι νά κατηγορήσης τοῦ λόγου σου;

–Ὄχι.

Λοιπόν ἐπῆρες καί τήν τρίτην τρίχα. Ἔχομεν τήν τετάρτην. Ὅταν σέ δώση ἄδειαν ὁ πνευματικός σου καί ἀναχωρήσης, νά ἀποφασίσης μέ στερεάν γνώμην, μέ στερεάν ἀπόφασιν καλύτερα νά χύσης τό αἷμα σου, μά εἰς ἄλλην φοράν ἁμαρτίαν νά μή κάμης. Τό κάμνεις καί αὐτό;

–Μάλιστα.

Ἐπῆρες καί τήν τετάρτην τρίχα. Αὐτά τά τέσσαρα εἶναι τά ἰατρικά σου καθώς εἴπαμε καί ὄχι ἄλλα. Τό πρῶτον εἶναι νά συγχωρᾶτε τούς ἐχθρούς σας. Τό δεύτερο νά ἐξομολογᾶσθε παστρικά καί καλά. Τό τρίτο νά κατηγορᾶτε τοῦ λόγου σας. Τό τέταρτο νά ἀποφασίζετε νά μή κάμετε ἁμαρτίαν. Καί ἄν ἠμπορεῖτε νά ἐξομολογᾶσθε κάθε ἡμέραν, καλόν καί ἅγιον εἶναι. Εἰδέ καί δέν ἠμπορεῖτε καθ᾽ ἡμέραν, ἄς εἶναι μία φορά τήν ἑβδομάδα καί μία φορά τόν μῆνα ἤ τό ὀλιγώτερον τέσσαρες φορές τόν χρόνον. Καί νά συνηθίζετε τά παιδιά σας ἀπό μικρά, διά νά συνηθίζουν εἰς τόν καλόν δρόμον, νά ἐξομολογοῦνται.

Ἰδού ὁπού σᾶς ἐξομολόγησα ὅλους παρρησίᾳ, διά νά μήν ὑστερηθῆτε. Αὐτά ὁπού σᾶς εἶπα εἶναι τά ἰατρικά σας εἰδέ ἐκεῖνο ὁπού δίνουν οἱ πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετάνοιες, νηστεῖες καί ἄλλα, δέν εἶναι ἰατρικά, ἀλλά διά νά μήν τύχη καί ξεπέσετε ἄλλην φοράν εἰς τήν ἁμαρτίαν σᾶς τά δίδουν καί ὅποιος τά βάλη μέσα εἰς τήν καρδίαν του αὐτά τά τέσσαρα, νά ἀποθάνη ἐκείνη τήν ὥραν, σώνεται. Εἰδέ χωρίς αὐτά τά τέσσαρα χίλιες χιλιάδες καλά νά κάμη ὁ ἄνθρωπος, ἄν ἀποθάνη, εἰς τήν Κόλασιν πηγαίνει.


Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός 

Πόσο αξίζει η μετάνοια και η εξομολόγηση; ( Γεροντικό )


Κάποια στιγμή στον ουρανό ζήτησε ο Θεός από τους αγγέλους να του φέρουν τα πιο πολύτιμα πράγματα, που υπάρχουν στη γη.

Οι άγγελοι ξεκίνησαν και έψαξαν ολόκληρη τη γη. Πολλοί ομολογουμένως έφεραν πολλά ωραία και πολύτιμα πράγματα. Ξεχώρισαν όμως τρείς.

Ο ένας έφερε και απέθεσε στον θρόνο του Θεού ένα ωραιότατο μαργαριτάρι. Ήταν μια σταγόνα ιδρώτα. Είχε πέσει από το μέτωπο κάποιου που τίμια προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά του.
-Ωραίο το εύρημα σου, είπε ο Θεός, αλλά υπάρχει και πιο ωραίο από αυτό.

Ήρθε τότε δεύτερος άγγελος. Αυτός απέθεσε με σεβασμό μπροστά στον Θεό ένα κατακόκκινο ρουμπίνι. Ήταν μια σταγόνα αίματος ενός ήρωα, που είχε πέσει στο πεδίο της τιμής. Οι άγγελοι έμειναν εκστατικοί. Ασφαλώς αυτός θα κέρδιζε το βραβείο.

-Υπάρχει κάτι πιο πολύτιμο ακόμη, είπε ο Θεός.

Τότε όλοι στράφηκαν προς το μέρος του τρίτου αγγέλου, που εκείνη την ώρα ερχόταν και με πολλή ευλάβεια άφησε να κυλίσει στον θρόνο του Θεού ένα αστραφτερό διαμάντι, που όμοιο μ 'αυτό ποτέ δεν είχαν δει. Ήταν ένα δάκρυ κάποιου αμαρτωλού, που γονατιστός ομολογούσε τις αμαρτίες του μπροστά στον πνευματικό.

-Αυτό είναι το πιο πολύτιμο πράγμα, είπε τότε ο Θεός και το βραβείο δόθηκε στον τελευταίο άγγελο. Αλήθεια, πόσο αξίζει η μετάνοια και η εξομολόγηση.

Αυτό το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος, που λέγει «Λέγω ύμίν ότι ούτω χαρά έσται έν τω ούρανω έπί ένί άμαρτωλώ μετανοούντι... ούτω, λέγω υμίν, χαρά γίνεται ενώ­πιον των αγγέλων του Θεού έπί ένί άμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκά ιε' 7, 10).

Από το Γεροντικό

Monday, December 28, 2015

Δώσε λοιπόν προσοχή καί συνέχιζε νά προσεύχεσαι καί στό μέλλον μέ τήν προσευχή αὐτή καί ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας δέν θά σέ ἐγκαταλείψη ποτέ ( Γέροντας Κλεόπας Ηλιέ )


Ἦταν κάποτε ἕνας ἄνθρωπος εὐλαβής πού ὠνομαζόταν Ἀγαθόνικος. Αὐτός εἶχε διδαχθῆ, ἀκόμη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, νά λέγη μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τόν ὕμνο αὐτό:

«Θεοτόκε, Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σοῦ. Εὐλογημένη, σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες, τῶν ψυχῶν ἡμῶν».

Ἀργότερα ἔκανε μιά ζωή μέ πολλές φροντίδες καί ἔλεγε σπανιώτερα αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά σιγά ἔπαυσε νά τόν λέγη.

Ὁ Θεός ὅμως, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἔστειλε στό σπίτι του ἕναν ἐρημίτη ἀπό τήν Θηβαΐδα γιά νά τόν ἐλέγξη διότι ἐξέχασε αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὁ Ἀγαθόνικος ἀπήντησε στόν ἐρημίτη μοναχό ὅτι ἔπαυσε νά τόν λέγη, διότι, παρότι τόν ἔλεγε γιά πολλά χρόνια, ὅμως δέν εὑρῆκε καμμία ὠφέλεια.

Τότε ὁ ἐρημίτης τοῦ εἶπε: «Φέρε στόν νοῦ σου τυφλέ καί ἀχάριστε, πόσες φορές σέ ἐβοήθησε αὐτή ἡ δοξολογική προσευχή καί σέ ἔσωσε ἀπό διάφορους πειρασμούς!

Θυμήσου, ὅταν ἤσουν ἀκόμη παιδί, πῶς λυτρώθηκες ἀπό πνιγμό κατά ἕνα θαυμαστό τρόπο! Ἐνθυμήσου, ὅταν σέ ἐκτύπησαν πολλοί γείτονες σέ μία λακκούβα πού εἶχες πέσει κι ὅμως ἔμεινες ἀτραυμάτιστος! Θυμήσου ἀκόμη, ὅταν ταξίδευες κάποτε μέ κάποιον φίλον σου, ἐπέσατε καί οἱ δυό σας ἀπό τήν καρότσα!

Αὐτός ἔσπασε τό πόδι του καί σύ δέν ἔπαθες τίποτε. Δέν γνωρίζεις ὅτι ὁ φίλος σου εἶναι κάτω ἀδύνατος ἀπό μία ἀσθένεια, ἐνῶ ἐσύ εἶσαι ὑγιής καί δέν αἰσθάνεσαι κανένα πόνο;

Καί, ὅταν τοῦ ἔφερε στήν μνήμη ὅλα αὐτά τά θαυμαστά ἔργα, στό τέλος τοῦ εἶπε: «Νά ξέρης ὅτι ὅλες αὐτές οἱ δυστυχίες καί ἀτυχίες πού ἦλθαν στήν ζωήν σου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν θεία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, χάρις στήν μικρή σου αὐτή δοξολογική προσευχή, τήν ὁποίαν ἔλεγες κάθε ἡμέρα ἐνώπιόν της.

Δώσε λοιπόν προσοχή καί συνέχιζε νά προσεύχεσαι καί στό μέλλον μέ τήν προσευχή αὐτή καί ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας δέν θά σέ ἐγκαταλείψη ποτέ». Ἔτσι κατάλαβε ὁ Ἀγαθόνικος καί δέν ἄφησε πάλι αὐτή τήν προσευχή.

Οὔτε ἐμεῖς νά μήν ἀφήνουμε νά περνᾶ μία ἡμέρα χωρίς νά προσευχηθοῦμε μ᾿ αὐτή τήν προσευχή μπροστά στήν Κυρία Θεοτόκο κι ἔτσι θά φυλαγώμεθα ἀπό πολλές δοκιμασίες καί πειρασμούς στήν ζωή μας.

Παιδαγωγήστε τα παιδιά, αδελφοί, για να μη σας παιδέψουν αυτά ...( Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου )


Του Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου

Πέτρος: Επειδή, άγιε δέσποτα, το ανθρώπινο γένος έχει υποδουλωθεί σε πολλά και αμέτρητα πάθη, υποθέτω ότι στο μεγαλύτερο μέρος της η επουράνια Ιερουσαλήμ θα γεμίσει από νήπια.

Γρηγόριος: Δεν αμφιβάλλουμε ότι όλα τα βαφτισμένα νήπια, τα οποία πεθαίνουν σε ηλικία που ακόμη δεν μιλούν, πηγαίνουν στη βασιλεία των ουρανών. Δεν πρέπει όμως να πιστέψουμε το ίδιο και για όσα αρχίζουν να μιλούν· γιατί σε πολλά τέτοια νήπια η θύρα της ουράνιας βασιλείας κλείνεται και εξαιτίας των γονιών τους, αν τα ανατρέφουν με κακό τρόπο.

Κάποιος από την πόλη μας, γνωστός σε όλους, πριν από τρία χρόνια είχε έναν γιο, πέντε χρόνων νομίζω. Του είχε μεγάλη αδυναμία και τον ανέτρεφε χωρίς αυστηρότητα· έτσι το παιδί αυτό πήρε τη συνήθεια, όποτε ήθελε κάτι, να βλαστημά -και μόνο που το αναφέρω είναι επικίνδυνο- τη μεγαλοσύνη του Θεού. Αυτό λοιπόν το παιδί χτυπήθηκε από το θανατικό που έγινε πριν από τρία χρόνια στην πόλη μας και κόντευε να πεθάνει. Καθώς το κρατούσε ο πατέρας του στην αγκαλιά, όπως αναφέρουν όσοι ήταν εκεί παρόντες, το παιδί είδε να έρχονται σε αυτό τα πονηρά πνεύματα και άρχισε να φωνάζει, τρέμοντας και κλείνοντας τα μάτια: «Προστάτεψέ με, πατέρα, προστάτεψέ με». Και με τις φωνές αυτές γύρισε το πρόσωπο στο στήθος του πατέρα, θέλοντας να κρυφτεί.

Βλέποντάς το ο πατέρας να τρέμει, το ρώτησε τι βλέπει, και το παιδί αποκρίθηκε: «Μαύροι άνθρωποι ήρθαν και θέλουν να με πάρουν». Και λέγοντας αυτά, αμέσως βλαστήμησε το όνομα του μεγάλου Θεού και στη συνέχεια ξεψύχησε. Θέλοντας δηλαδή ο παντοδύναμος Θεός να δείξει για ποιο αμάρτημα το παιδί παραδόθηκε σε τέτοιους δεσμοφύλακες, το οποίο, όσο ζούσε, ο πατέρας του δεν θέλησε να το εμποδίσει, παραχώρησε να το επαναλάβει όταν πέθαινε. Και το παιδί αυτό ο Θεός, που με την ευσπλαχνία του το ανεχόταν να ζει βλαστημώντας, παραχώρησε με δίκαιη κρίση να βλαστημήσει και όταν πέθαινε, για να καταλάβει τη δική του αμαρτία ο πατέρας, ο οποίος, αδιαφορώντας για την ψυχή του μικρού του γιου, ανέθρεψε για τη γέεννα της φωτιάς έναν αμαρτωλό όχι μικρό, αλλά μεγάλο.


Από το Γεροντικό
Έλεγαν οι γέροντες: «Παιδαγωγήστε τα παιδιά, αδελφοί, για να μη σας παιδέψουν αυτά».

Sunday, December 27, 2015

Η ψυχή μετά τον θάνατο” -Οι πρώτες δύο ημέρες, τα τελώνια, οι σαράντα μέρες,η ψυχή μέχρι την Τελική Κρίση.

(Ανάλυση του λόγου περί θανάτου του Αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς).

Από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ.

Οι πρώτες δύο ημέρες μετά το θάνατο.

Για διάστημα δύο ημερών η ψυχή απολαύει σχετικής ελευθερίας και έχει δυνατότητα να επισκεφθεί τόπους που της ήτα προσφιλείς στο παρελθόν, αλλά την Τρίτη ημέρα μετακινείται σε άλλες σφαίρες

Εδώ ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης απλώς επαναλαμβάνει τη διδασκαλία που η Εκκλησία ήδη γνωρίζει από τον 4ο αιώνα, όταν ο άγγελος που συνόδευσε τον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας στην έρημο, του είπε, θέλοντας να ερμηνεύσει την επιμνημόσυνη δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς την Τρίτη ημέρα μετά θάνατο: «Όταν γίνεται η προσφορά της αναίμακτης θυσίας (μνημόσυνο στη θεία λειτουργία) στην Εκκλησία την τρίτη ημέρα, η ψυχή του κεκοιμημένου δέχεται από τον φύλακα άγγελο της ανακούφιση για τη λύπη που αισθάνεται λόγω του χωρισμού της από το σώμα… Στο διάστημα των δύο πρώτων ημερών επιτρέπεται στην ψυχή να περιπλανηθεί στον κόσμο, οπουδήποτε εκείνη επιθυμεί, με τη συντροφιά των αγγέλων που τη συνοδεύουν. Ως εκ τούτου η ψυχή, επειδή αγαπά το σώμα, μερικές φορές περιφέρεται στο οίκημα στο οποίο το σώμα της είχε σαβανωθεί, περνώντας έτσι δύο ημέρες όπως ένα πουλί που γυρεύει τη φωλιά του. Αλλά η ενάρετη ψυχή πλανιέται σε εκείνα τα μέρη στα οποία συνήθιζε να πράττει αγαθά έργα. Την τρίτη ημέρα, Εκείνος ο Οποίος ανέστη ο Ίδιος την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς καλεί την ψυχή του Χριστιανού να μιμηθεί τη δική Του ανάσταση, να ανέλθει στους Ουρανούς όπου θα λατρεύει το Θεό όλων.»

Στην Ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία, ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει παραστατικά την κατάσταση της ψυχής η οποία, έχοντας μεν αφήσει το σώμα αλλά παραμένοντας στη γη, είναι ανίκανη να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους της τους οποίους βλέπει: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».

Σε γράμμα του προς τον αδελφό μιας αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος γράφει: «Η αδελφή σου δεν θα πεθάνει. Το σώμα του ανθρώπου πεθαίνει, αλλά η προσωπικότητά του συνεχίζει να ζει. Απλώς μεταφέρεται σε μια άλλη τάξη ζωής… Δεν είναι εκείνη που θα βάλουν στον τάφο. Εκείνη βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο όπου θα είναι θα είναι ακριβώς το ίδιο ζωντανή όσο και τώρα. Τις πρώτες ώρες και ημέρες θα βρίσκεται γύρω σου. Μόνο που δεν θα λέει τίποτα και εσύ δεν θα μπορείς να την δεις. Θα είναι όμως ακριβώς εδώ. Να το έχεις αυτό στο νου σου. Εμείς που μένουμε πίσω θρηνούμε για τους κεκοιμημένους, όμως για εκείνους τα πράγματα είναι αμέσως πιο εύκολα. Είναι πιο ευτυχισμένοι στη νέα κατάσταση. Όσοι έχουν πεθάνει και κατόπιν επαναφέρθηκαν στο σώμα διαπίστωσαν ότι το σώμα ήταν μια πολύ στενάχωρη κατοικία. Και η αδελφή σου θα αισθάνεται έτσι. Είναι πολύ καλύτερα εκεί, και εμείς νοιώθουμε οδύνη σαν να της έχει συμβεί κάτι απίστευτα κακό! Θα μας κοιτάζει και σίγουρα θα μένει κατάπληκτη με την αντίδρασή μας».

Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η ανωτέρω περιγραφή των πρώτων δύο ημερών του θανάτου αποτελεί γενικό κανόνα, ο οποίος κατά κανένα τρόπο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι τα περισσότερα παραδείγματα από την Ορθόδοξη γραμματεία, δεν συνάδουν με αυτόν τον κανόνα, και ο λόγος είναι φανερός: οι άγιοι, μην έχοντας καμιά απολύτως προσκόλληση στα εγκόσμια και ζώντας σε διαρκή προσδοκία της αναχώρησής τους για την άλλη ζωή, δεν ελκύονται καν από τους τόπους όπου έπρατταν τα αγαθά τους έργα αλλά ξεκινούν αμέσως την άνοδο τους στους Ουρανούς. Άλλοι, ξεκινούν την άνοδο τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγο που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει. Από την άλλη οι σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες, ατελείς καθώς είναι, ανήκουν όλες στον εξής κανόνα: η «εξωσωματική» κατάσταση αποτελεί μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης «περιπλάνησης» της ψυχής στους τόπους των επιγείων δεσμών της. Όμως κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους αγγέλους που πρόκειται να τον συνοδεύσουν.

Μερικοί επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας για την μετά θάνατον ζωή, θεωρούν ότι τέτοιες αποκλίσεις από το γενικό κανόνα για την μεταθανάτια εμπειρία αποδεικνύουν την ύπαρξη «αντιφάσεων» στην Ορθόδοξη διδασκαλία. Αυτοί οι επικριτές όμως είναι απλώς και μόνο προσκολλημένοι στις «κατά γράμμα» ερμηνείες. Η περιγραφή των πρώτων δύο ημερών, καθώς και των επομένων, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κάποια μορφή δόγματος. Είναι απλώς ένα «μοντέλο», το οποίο μάλιστα εκφράζει την πιο συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά τον θάνατο. Οι πολλές περιπτώσεις, τόσο στην Ορθόδοξη γραμματεία όσο και στις αναφορές σύγχρονων σχετικών εμπειριών, όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν το ότι όντος η ψυχή συνήθως παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο. Κατά την τρίτη ημέρα, και συχνά πιο πριν, η περίοδος αυτή φθάνει στο τέλος της.

Τα τελώνια

Την ώρα αυτή (την τρίτη ημέρα), η ψυχή διέρχεται από λεγεώνες πονηρών πνευμάτων που παρεμποδίζουν την πορεία της και την κατηγορούν για διάφορες αμαρτίες, στις οποίες αυτά τα ίδια την είχαν παρασύρει. Σύμφωνα με διάφορες θεϊκές αποκαλύψεις υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, τα επονομαζόμενα «τελώνια», σε καθένα από τα οποία περνά από δοκιμασία κάθε μορφή αμαρτίας. Η ψυχή αφού περάσει από ένα τελώνιο, συναντά το επόμενο, και μόνον αφού έχει διέλθει επιτυχώς από όλα τα τελώνια μπορεί αν συνεχίσει την πορεία της χωρίς να απορριφθεί βιαίως στη γέεννα. Το πόσο φοβεροί είναι αυτοί οι δαίμονες και τα τελώνια τους φένεται στο γεγονός ότι η ίδια η Παναγία, όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο Της, ικέτευσε τον Υιό Της να διασώσει την ψυχή Της από αυτούς τους δαίμονες και απαντώντας στην προσευχή Της, ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε από τους Ουρανούς για να παραλάβει την ψυχή της Πάναγνου Μητρός Του και να την οδηγήσει στους Ουρανούς. Φοβερή είναι πράγματι, η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, και για το λόγο αυτό η ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη τότε από προσευχές για την σωτηρία της.

Σύντομα, μετά τον θάνατο, η ψυχή πράγματι βιώνει μια κρίση, τη Μερική Κρίση, ως τελική συγκεφαλαίωση του «αοράτου πολέμου» που έχει διεξαγάγει ή που απέτυχε να διεξαγάγει, στην επίγεια ζωή κατά τω πεπτωκότων πνευμάτων. Συνεχίζοντας την επιστολή του προς τον αδελφό της αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο έγκλειστος γράφει: «Λίγο μετά το θάνατο, η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα για να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια. Στον αγώνα της η αδελφή σου χρειάζεται βοήθεια! Θα πρέπει να στρέψεις όλη σου την προσοχή και όλη σου την αγάπη γι’ αυτήν στο πως θα την βοηθήσεις. Πιστεύω πως η μεγαλύτερη έμπρακτη απόδειξη της αγάπης σου θα είναι να αφήσεις την φροντίδα του νεκρού της σώματος στους άλλους, να αποχωρήσεις και, μένοντας μόνος σου οπουδήποτε μπορείς, να βυθιστείς σε προσευχή για την ψυχή της, για τη νέα κατάσταση στην οποία βρίσκεται και για τις καινούριες, απροσδόκητες ανάγκες της. Συνέχισε την ακατάπαυστη ικεσία σου στον Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο. Όταν πέθανε η Οσία Θεοδώρα, το σακούλι από το οποίο πήραν χρυσό οι άγγελοι για να τη γλιτώσουν από τα τελώνια ήταν οι προσευχές του πνευματικού της πατέρα. Έτσι θα γίνει και με τις δικές σου προσευχές. Μην παραλείψεις να κάνεις όσα σου είπα. Αυτό είναι η πραγματική αγάπη.»

Το «σακούλι» από το οποίο πήραν «χρυσό» οι άγγελοι και «εξόφλησαν τα χρέη» της Οσίας Θεοδώρας στα τελώνια έχει συχνά παρανοηθεί από κάποιους επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας. Μερικές φορές συγκρίνεται με τη λατινική έννοια του «πλεονάσματος χάριτος» των αγίων. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιοι επικριτές ερμηνεύουν κατά γράμμα τα Ορθόδοξα κείμενα. Σε τίποτε άλλο δεν αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα παρά στις προσευχές της Εκκλησίας για τους αναπαυθέντες και ειδικότερα στις προσευχές ενός αγίου ανθρώπου και πνευματικού πατέρα. Είναι σχεδόν περιττό να πούμε ότι όλες αυτές οι περιγραφές έχουν μεταφυσική έννοια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει σχετικές αναφορές σε πολλές από τις ακολουθίες της, μερικές εκ των οποίων αναφέρονται στο κεφάλαιο περί τελωνίων. Ειδικότερα, η Εκκλησία θεωρεί ιδιαιτέρως απαραίτητο να συνοδεύει με αυτήν τη διδασκαλία κάθε τέκνο της που αποθνήσκει. Στον «Κανόνα για την Αναχώρηση της Ψυχής», που διαβάζεται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού, υπάρχουν τα παρακάτω τροπάρια:

«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσέ με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή)

«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή)

«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή)

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.

Οι σαράντα ημέρες

Κατόπιν, έχοντας επιτυχώς διέλθει από τα τελώνια και υποκλιθεί βαθιά ενώπιον του Θεού, η ψυχή για διάστημα τριάντα επτά επιπλέον ημερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει, και μόνον την τεσσαρακοστή ημέρα καθορίζεται η θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την ανάσταση των νεκρών.

Σίγουρα δεν είναι παράξενο ότι η ψυχή, έχοντας διέλθει από τα τελώνια και παύσει μια για πάντα κάθε σχέση με τα επίγεια, εισάγεται στον αληθινά άλλο κόσμο, σε ένα τμήμα του οποίου θα παραμείνει αιωνίως. Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Αγγέλου στον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας, η ειδική επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο (πέραν του γενικού συμβολισμού των εννέα αγγελικών ταγμάτων) πραγματοποιείται επειδή μέχρι τότε παρουσιάζονται στην ψυχή τα θαυμάσια του Παραδείσου, και μόνον κατόπιν αυτού, για το υπόλοιπο των σαράντα ημερών, της παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως, πριν τοποθετηθεί την τεσσαρακοστή ημέρα στη θέση στην οποία θα αναμένει την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση. Θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε ότι οι αναφερόμενοι αριθμοί αποτελούν γενικό κανόνα ή «μοντέλο» της μεταθανάτιας πραγματικότητας, και αναμφισβήτητα δεν ολοκληρώνουν όλες οι ψυχές των απελθόντων την πορεία τους ακριβώς σύμφωνα με τον «κανόνα». Γνωρίζουμε σαφώς ότι η Οσία Θεοδώρα, στην πραγματικότητα, ολοκλήρωσε το «γύρο της κολάσεως» ακριβώς την τεσσαρακοστή ημέρα, σύμφωνα με τη γήινη μέτρηση του χρόνου.

Η κατάσταση των ψυχών μέχρι την Τελική Κρίση

Μερικές ψυχές βρίσκονται (μετά τις σαράντα ημέρες) σε μια κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε μια κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιωνίων μαρτυρίων τα οποία θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, ιδιαιτέρως μέσω της υπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία), και παρομοίως μέσω άλλων προσευχών.

Τα οφέλη της προσευχής, τόσο της κοινής όσο και της ατομικής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση, έχουν περιγραφεί σε πολλούς βίους Αγίων και ασκητών καθώς και σε Πατερικά κείμενα. Στο βίο της μάρτυρος του 3ου αιώνα Περπετούας, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκα με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από τον ρυπαρό, καυτό τόπο όπου ήταν περιορισμένος. Χάρη στην ολόθερμη προσευχή της Περπετούας επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα ο Δημοκράτης έφτασε τη στέρνα και τον είδε να βρίσκεται σε έναν φωτεινό τόπο. Από αυτό η Περπετούα κατάλαβε ότι ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεινά της κολάσεως.

Στο βίο μιας ασκήτριας που πέθανε μόλις τον 20ο αιώνα αναφέρεται μια παρόμοια περίπτωση. Πρόκειται για τη Οσία Αθανασία (Αναστασία Λογκάτσεβα), πνευματική θυγατέρα του Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Όπως διαβάζουμε στο βίο της: «Η Αναστασία είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Παύλο. Ο Παύλος κάποτε ήταν μεθυσμένος και κρεμάστηκε. Κι η Αναστασία αποφάσισε να προσευχηθεί πολύ για τον αδελφό της. Μετά το θάνατο του, η Αναστασία πήγε στο μοναστήρι Ντιβέγιεβο, του Οσίου Σεραφείμ, για να μάθει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση του αδελφού της, ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του με τρόπο δυσσεβή και ατιμωτικό… Ήθελε να συναντήσει την Πελαγία Ιβάνοβνα και να ζητήσει τη συμβουλή της… Η Αναστασία επισκέφθηκε την Πελαγία. Εκείνη της είπε να κλειστεί στο κελί της σαράντα μέρες, να προσευχηθεί και να νηστέψει για τον αδελφό της και κάθε μέρα να λέει εκατόν πενήντα φορές: «Υπεραγία Θεοτόκε, ανάπαυσον τον δούλον σου.»

Όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες, η Αναστασία είδε ένα όραμα. Βρέθηκε μπροστά σε μία άβυσσο. Στο βάθος της ήταν ένας βράχος από αίμα. Πάνω στο βράχο κείτονταν δύο άνδρες με σιδερένιες αλυσίδες στο λαιμό τους. Ο ένας ήταν ο αδελφός της.

Η Αναστασία διηγήθηκε το όραμα στην Πελαγία και κείνη της είπε να συνεχίσει την νηστεία και την προσευχή.

Τελείωσαν κι άλλες σαράντα ημέρες με νηστεία και προσευχή κι η Αναστασία είδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος κι ο βράχος πάνω στον οποίο βρίσκονταν οι δύο άνδρες με αλυσίδες στο λαιμό τους. Αυτή τη φορά όμως ο αδελφός της ήταν όρθιος. Περπατούσε πάνω στο βράχο, έπεφτε και ξανασηκωνόταν. Οι αλυσίδες ήταν ακόμα στο λαιμό του.

Η Πελαγία Ιβάνοβνα, στην οποία κατέφυγε και πάλι η Αναστασία, της είπε να επαναλάβει την ίδια άσκηση για Τρίτη φορά.

Όταν τελείωσε και το τρίτο σαρανταήμερο της νηστείας και της προσευχής, η Αναστασία ξαναείδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος, ο ίδιος βράχος. Τώρα όμως πάνω στο βράχο ήταν μόνο ένας άνδρας, αγνωστός της. Ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά. Δε φαίνονταν πουθενά. Ο άγνωστος άνδρας ακούστηκε να λέει: «Είσαι τυχερός εσύ. Έχεις πολύ ισχυρούς μεσίτες στη γη.»

Η Αναστασία ανέφερε στην Πελαγία Ιβάνοβνα το τρίτο όραμά της και εκείνη της απάντησε:

«Ο αδελφός σου λυτρώθηκε από τα βάσανα. Δεν μπήκε όμως στη μακαριότητα του Παραδείσου.»

Πολλά παρόμοια περιστατικά αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών. Σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση να ερμηνεύει κατά γράμμα τέτοια οράματα, ίσως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι βεβαίως οι εικόνες με τις οποίες εμφανίζονται τέτοια οράματα, συνήθως σε όνειρα, δεν «φωτογραφίζουν» κατ’ ανάγκη τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο. Πρόκειται περισσότερο για εικόνες οι οποίες μεταβιβάζουν την πνευματική αλήθεια της βελτιώσεως της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον κόσμο τούτο.

Τά πολλά ὑλικά πράγματα δένουν τόν ἄνθρωπο στήν γῆ αὐτή, καί δέν τόν ἀφήνουν νά δεῖ τήν Αἰώνια Βασιλεία. ( Αββάς Ισαάκ )

Τά πολλά ὑλικά πράγματα δένουν τόν ἄνθρωπο στήν γῆ αὐτή, καί δέν τόν ἀφήνουν νά δεῖ τήν Αἰώνια Βασιλεία. Ἡ ἀφθονία τῶν πραγμάτων εἶναι ἐχθρός τῆς ἐγκράτειας.Εἰναι εὐτυχισμένος ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ νά βρεῖ ἡσυχία γιά νά ἔλθει σ'ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, καί δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τίς πολλές ἐργασίες. Γιατί ὅσο ζεῖ ὁ ἄνθρωπος θά ἔχει δουλειές καί δέν θά σταματήσουν ποτέ. Βέβαια, καί ἡ ἐργασία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν προκοπή τῆς ψυχῆς.

Οἱ Πατέρες μάλιστα ὁρίζουν ὅτι οἱ ἀρχάριοι στήν πνευματική ζωή πρέπει νά καταγίνονται πολύ μέ τή σωμάτικη ἐργασία, γιά νά μή τούς πειράζει ὁ σατανᾶς, χωρίς φυσικά νά παραλείπουν καί τήν προσευχή. Καί προσευχή καί ἐργασία. Νά μήν ἀμελεῖς τίς μετάνοιές σου, γιατί αὐτό φοβίζει τόν σατανᾶ. Νά γνωρίζεις ὅτι θά σέ πολεμήσουν πολύ οἱ δαίμονες, ὅταν ἀρχίζεις νά προσκυνᾶς τόν Θεό σου. Κανένα πρᾶγμα στόν πνευματικό ἀγώνα δέν εἶναι ἀνώτερο ὅσο ἡ ἀσκητική προσπάθεια, πού τόσο φθονοῦν οἱ δαίμονες, γιατί καίγονται ὅταν βλέπουν τούς χριστιανούς νά πέφτουν γονατιστοί μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο.

Νά ζητᾶς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί Αὐτός θά φωτίσει τό σκοτάδι τῆς καρδιᾶς σου καί θά κάνει ν' ἀνθίσει μέσα σου ἕνας πνευματικός παράδεισος. Πρῶτα ὅμως πρέπει νά κόψεις κάθε ἁμαρτωλό πρᾶγμα πού σέ συνδέει μέ τόν κόσμο καί μετά νά στραφεῖς στόν ἐσωτερικό σου κόσμο, γιά νά ξεριζώσεις ὅ,τι σάπιο ὑπάρχει. Αὐτά ὅπως σοῦ εἶπα καί πιό πάνω, δέν εἶναι εὔκολα πράγματα. Τό νά καθαρίσει κανείς τόν ἑαυτό του ἀπό τούς σαρκικούς μολυσμούς ἀπαιτεῖ ἀγώνα μεγάλο πού θά διαρκέσει πολύ καιρό. Καί αὐτά στά λέω ὄχι γιά νά σέ ἀπελπίσω γιά τή σωτηρία σου, ἀλλά γιά νά σέ βοηθήσω νά προχωρᾶς συνεχῶς, μέχρις ὅτου γευθεῖς τή γλυκύτητα πού προσφέρει ὁ Θεός.

Γιατί ἡ γλυκύτητα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ψευτική καί πρόσκαιρη. Μόνο κοντά στό Θεό θά βρεῖς πραγματική παρηγοριά καί καταφύγιο.Νά μισήσεις τά ἁμαρτωλά ἔργα καί τότε θά σέ πλησιάσει ὁ Θεός καί θά σοῦ στείλει τή χάρη Του. Κοντά στόν Θεό θά βρεῖς εἰρήνη καί χαρά, ἀρκεῖ νά Τόν ἀγαπήσεις μ' ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς σου. Κοντά στόν Θεό θ' ἀπολαύσεις τήν αἰώνια μακαριότητα στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀγάπησε ἀληθινά τόν Θεό καί τότε θά γίνεις εὐτυχισμένος.

Αββάς Ισαάκ

Friday, December 25, 2015

Αν θέλεις να προσευχηθείς σωστά, να μη πικράνεις καμιά ψυχή... ( αββάς Νείλος )


Είπε ο αββάς Νείλος:
«Αν θέλεις να προσευχηθείς σωστά, να μη πικράνεις καμιά ψυχή, γιατί αλλιώς άδικα κοπιάζεις».

Είπε πάλι:
» Μη θέλεις να έρχονται τα πράγματα όπως σε συμφέρει, αλλά όπως είναι αρεστό στο Θεό. Έτσι θα είσαι την ώρα της προσευχής γεμάτος γαλήνη και χαρούμενος»

αββάς Νείλος
 

Τι καλό έργο υπάρχει για να κάνω... ( αββάς Νιστερώος )


Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα:
– Τι καλό έργο υπάρχει για να κάνω και να ζήσω μ’ αυτό;

Είπε ο γέροντας:
– Ο Θεός γνωρίζει τι είναι καλό. Άκουσα όμως ότι κάποιος από τους πατέρες ρώτησε τον σεβαστό αββά Νιστερώο, τον φίλο του αββά Αντωνίου:
– Τί καλό έργο υπάρχει για να κάνω;

Αυτός του αποκρίθηκε:
– Δεν είναι όλες οι εργασίες το ίδιο; Η Γραφή λέει ότι ο Αβραάμ ήταν φιλόξενος και ο Θεός ήταν μαζί του, ο προφήτης Ηλίας αγαπούσε την ησυχία και ο Θεός ήταν μαζί του και ο Δαβίδ ήταν ταπεινός και ο Θεός ήταν μαζί του. Ότι λοιπόν καταλαβαίνεις πως θέλει η ψυχή σου και είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, κάνε το και προφύλαξε την καρδιά σου.

αββάς Νιστερώος

Wednesday, December 23, 2015

Ένας πρώην μάγος κείρεται μοναχός και αναδεικνύεται ένθερμος ομολογητής και ένδοξος μάρτυς Χριστού... ( Άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης ο Οσιομάρτυρας )

Μέσα στη σεπτή χορεία των οσίων και μαρτύρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος στις 22 Ιανουαρίου Άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης. Ο ένδοξος και πολύαθλος αυτός οσιομάρτυς του 7ου μ.Χ. αιώνα, αφού γνώρισε τον Χριστό, εγκατέλειψε πλούτη και αξιώματα, ενεδύθηκε το μοναχικό σχήμα, ομολόγησε με παρρησία τη χριστιανική του πίστη και επισφράγησε την επίγεια ζωή του με το ένδοξο μαρτύριο του.


Ο Άγιος Αναστάσιος καταγόταν από το χωριό Ραζήχ της επαρχίας Ρασνουνί της Περσίας και έζησε στα χρόνια του βασιλιά της Περσίας Χοσρόη του Β΄ (590-680). Ο ευγενικής καταγωγής πατέρας του ονομαζόταν Βαβ και ήταν ονομαστός μάγος. Γι’ αυτό και ο γιος του, ο οποίος προτού βαπτισθεί και ονομαστεί Αναστάσιος ονομαζόταν Μανγουδάτ, φοίτησε στην περίφημη σχολή των μάγων, της οποίας ιδρυτής ήταν ο πατέρας του, για να αναδειχθεί ισάξιος μ’ αυτόν στη μαγική τέχνη. Όταν ενηλικιώθηκε, κατετάγη στον στρατό του Χοσρόη και στο τάγμα των Τυρώνων.



Το 614 ο βασιλιάς Χοσρόης κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και απήγαγε στην Περσία τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου. Η θαυματουργική φήμη του Τιμίου Σταυρού είχε διαδοθεί τόσο πολύ στην Περσία, ώστε το ιερό αυτό σύμβολο του χριστιανισμού προκάλεσε το ενδιαφέρον του Μανγουδάτ για να γνωρίσει τη χριστιανική θρησκεία. Ευσεβείς χριστιανοί ανέλαβαν να τον ενημερώσουν για το μεγαλείο της χριστιανικής πίστεως. Το γεγονός αυτό τον παρακίνησε στο να γνωρίσει το μυστήριο της Θείας Οικονομίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε άνθησε μέσα στην ψυχή του ο πόθος για τον Χριστό και την αρετή. Γι’ αυτό και φτάνοντας στη Χαλκηδόνα, εγκατέλειψε το στράτευμα αποφασισμένος να ακολουθήσει την κατά Χριστόν ζωή. Από τη Χαλκηδόνα έφτασε στην Ιεράπολη και έμεινε κοντά σε έναν χριστιανό συμπατριώτη του. Όταν άρχισε να αυξάνεται η αγάπη του για τον Χριστό, άρχισε να καταφεύγει στους ναούς της πόλης για να προσευχηθεί και να ενημερωθεί για τον βίο και το μαρτύριο των αγίων, ενώ η επιθυμία του ήταν να βαπτισθεί χριστιανός. Γι’ αυτό και πήγε στα Ιεροσόλυμα και βαπτίσθηκε χριστιανός από τον μετέπειτα Πατριάρχη Μόδεστο λαμβάνοντας το όνομα Αναστάσιος. Στη συνέχεια εκάρη μοναχός στο μοναστήρι του αββά Ιουστίνου, όπου παράλληλα με το διακόνημα του μάγειρα και του κηπουρού μελετούσε την Αγία Γραφή και τους βίους των αγίων και επιδιδόταν στην προσευχή και την άσκηση. Στο μοναστήρι έμεινε επτά χρόνια, αλλά ο διάβολος θέλησε να του ανακόψει τον ένθεο ζήλο και την ανοδική πορεία προς την αρετή. Με την βοήθεια όμως της προσευχής και την πνευματική καθοδήγηση του γέροντός του κατόρθωσε να μείνει σταθερός στον πνευματικό του αγώνα.



Φορητή εικόνα του 19ου αιώνα
του Αγίου Αναστασίου του
Πέρσου από τον Ιερό Ναό
Αγίου Ανδρέου (Παλαιός)
πολιούχου Πατρών

Ένα απροσδόκητο όνειρο, που του αποκάλυψε ότι θα μαρτυρήσει για τον Χριστό, τον παρακίνησε να εγκαταλείψει κρυφά το μοναστήρι και να μεταβεί πρώτα στη Διόσπολη, στη συνέχεια στο όρος Γαριζίν και τελικά στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Εκεί πηγαίνοντας προς τον ναό της Αγίας Ευφημίας συνάντησε συμπατριώτες του μάγους και άρχισε να τους επικρίνει για την πλάνη τους και να τους καλεί να εγκαταλείψουν τη μαγική τέχνη και να ακολουθήσουν τον Χριστό. Μάλιστα ερωτηθείς ο ίδιος, τους αποκάλυψε ότι κάποτε ήταν και εκείνος μάγος και ζούσε μέσα στην πλάνη, ενώ τώρα είναι πλέον χριστιανός. Τότε οι Πέρσες στρατιώτες τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον άρχοντα Μαρζαβανά. Ο Αναστάσιος ομολόγησε με θάρρος τη χριστιανική του πίστη και τότε ο τύραννος προσπάθησε να τον μεταπείσει με δώρα και υποσχέσεις. Όμως ο Αναστάσιος έμεινε σταθερός και ακλόνητος στο χριστιανικό του φρόνημα. Τότε δόθηκε η εντολή να του δέσουν τα πόδια και τον λαιμό με σιδερένια αλυσίδα και τον υποχρέωσαν να ανεβάζει τεράστιες πέτρες στο φρούριο της Καισάρειας. Μάλιστα πολλοί Πέρσες στρατιώτες τον κατηγορούσαν ότι εγκατέλειψε την παλιά του πίστη και έγινε χριστιανός, οι δε κατηγορίες αυτές συνοδεύονταν με βιαιότητες εναντίον του. Ο Αναστάσιος οδηγήθηκε και πάλι στον άρχοντα Μαρζαβανά, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να επιστρέψει στη μαγική του τέχνη. Όμως ο Αναστάσιος ομολόγησε και πάλι την πίστη του στον Χριστό παρά τους εκφοβισμούς που δέχθηκε. Ακολούθησε ξυλοδαρμός του μάρτυρος, ο οποίος κατά την παραμονή του στη φυλακή προσευχόταν αδιάλειπτα και έψελνε ύμνους στον Θεό περιστοιχιζόμενος από αγγέλους. Ο Μαρζαβανάς ενημέρωσε τον βασιλιά Χοσρόη Β΄ για την εμμονή του Αναστασίου στον Χριστό και τότε εκείνος διέταξε να τον αφήσουν ελεύθερο, αν αρνηθεί τη χριστιανική του ιδιότητα με έναν μόνο λόγο. Αλλά και πάλι ο Αναστάσιος έμεινε προσηλωμένος στην πίστη του, γι’ αυτό και ο τύραννος αποφάσισε να τον στείλει στην Περσία για να δικαστεί από τον βασιλιά. Προτού φύγει, συμμετείχε στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, γεγονός που ενίσχυσε τον πόθο του για το μαρτύριο, ενώ τόνωσε και το θρησκευτικό συναίσθημα των χριστιανών. Στην πορεία του προς την Περσία ο λαός εκδήλωσε τον σεβασμό και την τιμή του στο πρόσωπό του, ενώ μαζί του ήταν και ένας αδελφός της μονής του αββά Ιουστίνου για να του συμπαρίσταται στον αγώνα του.



Φορητή εικόνα του Αγίου Αναστασίου του
Πέρσου από τον Ιερό Ναό Κοιμήσεως
Θεοτόκου Βαθέος Ιθάκης.

Φτάνοντας ο Αναστάσιος στην Περσία, ο βασιλιάς έστειλε έναν άρχοντα για να τον ανακρίνει. Ο ένδοξος μάρτυς ομολόγησε με γενναιότητα την πίστη του στον ένα και αληθινό Θεό και καταδίκασε την πλάνη, στην οποία βρίσκονται οι Πέρσες. Η τολμηρή ομολογία πίστεως προκάλεσε την οργή του άρχοντα, ο οποίος προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ο Αναστάσιος οδηγήθηκε στη φυλακή και την επόμενη ημέρα παρά τους εκφοβισμούς και τις απειλές έμεινε και πάλι ακλόνητος στην πίστη του. Μία σειρά από φρικτά βασανιστήρια ακολούθησαν για να κάμψουν το αγωνιστικό φρόνημα του Αναστασίου, αλλά εκείνος τα δεχόταν όλα με υπομονή και καρτερικότητα. Τότε ο βασιλιάς Χοσρόης έδωσε τη διαταγή να τον θανατώσουν μαζί με τους άλλους χριστιανούς, που βρίσκονταν μαζί του στη φυλακή. Περίπου εβδομήντα χριστιανοί αιχμάλωτοι θανατώθηκαν δι’ απαγχονισμού σε ένα ποτάμι. Την ίδια τύχη είχε και ο ένδοξος μάρτυς Αναστάσιος, του οποίου το μαρτυρικό τέλος επισφραγίσθηκε με τον αποκεφαλισμό του. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στις 22 Ιανουαρίου του 627 ή 628 μ.Χ., ημέρα εορτασμού της πάντιμης μνήμης του. Το σώμα του ενταφιάσθηκε με τιμές στο μοναστήρι του Αγίου Σεργίου και δέκα χρόνια αργότερα πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του, η οποία εορτάζεται στις 24 Ιανουαρίου. Η τιμία κάρα του Αγίου φυλάσσεται στη Ρώμη στο Αββαείο των Αγίων Βενεδίκτου και Αναστασίου, το δε υπόλοιπο ιερό λείψανο βρίσκεται τεθησαυρισμένο στον ναό του Αγίου Φραγκίσκου της Αμπέλου στη Βενετία.


Προς τιμήν του Αγίου έχουν εκδοθεί δύο ασματικές ακολουθίες, η μία στην Καλαμάτα το 1865 και η άλλη στην Πάτρα το 1876, ενώ οι αθλητικοί αγώνες και το μαρτύριο του υμνούνται και μέσα από την ακολουθία, την οποία εποίησε ο Μέγας Υμνογράφος Γεράσιμος μοναχός ο Μικραγιαννανίτης. Αρκετά διαδεδομένη είναι και η τιμή του Αγίου στην πατρίδα μας, αφού ναοί επ’ ονόματί του έχουν καταγραφεί στο Βασιλικό Ευβοίας, το Δρέπανο Αχαΐας, τις Βρύσες Κυπαρισσίας, τους Λάκωνες Κερκύρας, την Τήνο, τη Μύκονο και τη Σκόπελο. Αξιομνημόνευτος είναι και ο κατασταφείς από τους σεισμούς του 1953 ιστορικός ναός του Αγίου στην πόλη της Ζακύνθου, ενώ ο άγιος τιμάται σήμερα και στον θεμελιωθέντα το 1933 περικαλλή καθεδρικό ιερό ναό του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στο Λουτράκι Κορινθίας, όπου υπάρχει κλίτος με εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα επ’ ονόματί του. Πλούσια είναι και η εικονογράφηση του Αγίου Αναστασίου με αξιόλογες τις φορητές εικόνες, που φυλάσσονται στους ιερούς ναούς Αγίου Ανδρέου (Παλαιός) πολιούχου Πατρών, Κοιμήσεως Θεοτόκου Ηλιουπόλεως Αθηνών και Κοιμήσεως Θεοτόκου Βαθέος Ιθάκης.

Ναΰδριο αφιεωμένο στον Άγιο Αναστάσιο τον Πέρση
στο χωριό Δρέπανο Αχαΐας.

Η ολόθερμη ευχή όλων μας είναι ο Άγιος ένδοξος οσιομάρτυς Αναστάσιος ο Πέρσης να πρεσβεύει αδιάλεπτα στον Πανοικτίρμονα Θεό για την ενίσχυση της χριστιανικής μας πίστεως και την κατά Χριστόν πνευματική πορεία και προκοπή στη σημερινή εγωκεντρική και τεχνοκρατική εποχή μας.

Μόνο με της μετάνοιας τα δάκρυα, χωρίς άλλη αρετή, ένας πολύ αμαρτωλός άνθρωπος σώζεται ευκολότερα από έναν ενάρετο, πού δέν έχει τα δάκρυα αυτά.

Με τέτοια δάκρυα έβρεξε τα πόδια του Ιησού η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα (Λουκ.) Και όχι μόνο καθαρίστηκε από κάθε μολυσμό ψυχής και σώματος, αλλά και έγινε μυροδοχείο του Αγίου Πνεύματος. Μέσ΄ από το Ευαγγέλιο, μάλιστα, η πράξη της διαλαλείται στης οικουμένης τα πέρατα για τόσους αιώνες. Αφήνω τον απόστολο Πέτρο, πού με λίγα δάκρυα έσβησε το καμίνι της φοβερής εκείνης τριπλής και ένορκης αρνήσεως του Χριστού (Ματθ. 26:69-75), αποκαταστάθηκε στο αποστολικό του αξίωμα κι έγινε ο πρωτόθρονος, ο κορυφαίος των αποστόλων. Δεν αναφέρω καί τις μυριάδες των οσίων, πού καλλιέργησαν με τους ασκητικούς αγώνες τους την άκαρπη έρημο, την πότισαν με τα κατανυκτικά δάκρυά τους και την έκαναν επίγειο παράδεισο, γεμάτον από δέντρα έμψυχα και λογικά, δέντρα με αμάραντα φύλλα αρετών και με ζωογόνους καρπούς αγιοπνευματικών χαρισμάτων. Τούτο μόνο λέω καί δέν θα πάψω ποτέ να το λέω:

Αν δεν υπήρχαν σ΄αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο τα δάκρυα της μετάνοιας, ο ουράνιος παράδεισος θα έμενε άδειος από πλήθη αγίων και σωσμένων ανθρώπων, ενώ ο αχόρταγος άδης θα γέμιζε από αναρίθμητες ψυχές κολασμένων.

Μόνο με της μετάνοιας τα δάκρυα, χωρίς άλλη αρετή, ένας πολύ αμαρτωλός άνθρωπος σώζεται ευκολότερα από έναν ενάρετο, πού δέν έχει τα δάκρυα αυτά. Γιατί, χωρίς κατάνυξη καί μετάνοια, ο χριστιανός, ακόμα κι όταν είναι πλούσιος σε αρετές και καλά έργα, μοιάζει μ΄έναν ωραίο κήπο, γεμάτον ποικίλα δέντρα και λουλούδια, αλλά χωρίς νερό. Έτσι, καθώς όλα τούτα δεν ποτίζονται, γρήγορα ξεραίνονται. Όμοια ξεραίνονται και χάνονται οι αρετές, πού δεν ποτίζονται με τα κατανυκτικά δάκρυα. Γι΄αυτό ο φιλάνθρωπος Θεός, όταν δει χριστιανούς ακατάνυκτους, χωρίς πνεύμα και βίωμα μετάνοιας, τούς αφήνει να πέσουν σε πειρασμούς μεγάλους ή σε αμαρτήματα βαριά, για να ταπεινωθούν, να μετανοήσουν και να κλάψουν πικρά. Αυτά τα δάκρυα τα δέχεται ο Κύριος ευχάριστα, σαν προσφορά καί θυσία πνευματική, θυσία ανώτερη από κάθε άλλη. Ο ίδιος στο Ευαγγέλιο μακαρίζει όσους κλαίνε και ταλανίζει όσους γελάνε. Γιατί η παρούσα ζωή είναι καιρός για δάκρυα, όχι καιρός για γέλια. Ο Ιησούς ποτέ δεν γέλασε στο διάστημα της επίγειας παρουσίας Του. Πολλές φορές, όμως, έκλαψε για τους ανθρώπους και τις αμαρτίες τους, δίνοντας καί σ΄εμάς καλό παράδειγμα.

Ας κλαίμε, λοιπόν, για τις αμαρτίες μας, όσο βρισκόμαστε στην κοιλάδα τούτη του κλαυθμώνος, γιατί είναι αδύνατο να μείνουμε αναμάρτητοι, έστω κι αν η διάρκεια της επίγειας ζωής μας είναι μία μόνο μέρα.

Αλλά τά δάκρυα της μετάνοιας είναι χάρισμα που δίνεται από το Θεό, όταν καλλιεργούμε στην καρδιά μας την καλή λύπη και συντριβή με των αμαρτιών μας την ενθύμηση. Έτσι, αργά ή γρήγορα, θα μας σπλαχνιστεί ο πανάγαθος Κύριος. Γιατί ποτέ δεν θα περιφρονήσει ο Θεός μια καρδιά πού αισθάνεται συντριβή και ταπείνωση. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.


Από το βιβλίο "ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ"
(Κατανυκτική ερμηνεία τροπαρίων του Μεγάλου Κανόνος του αγίου Ανδρέου Κρήτης από τον αρχιεπίσκοπο Μύρων Ιωάννη τον Λίνδιο (+1796).

Sunday, December 20, 2015

Πώς οι δαίμονες τρέμουν όταν οι Χριστιανοί μελετούν τα Πατερικά κείμενα...


Το όραμα του γέροντα Σωφρόνιου (μαθητοῦ τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ)

Το μοναστήρι του Νιαμέτς ήταν για την Μολδαβία ότι και το μοναστήρι της Άγιας Τριάδος στην Ρωσία, ότι της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου για την Ουκρανία, ότι το Αγιον Όρος για την Ελλάδα. Για πέντε αιώνες ήταν το κέντρο της θρησκευτικής διαφώτισης στην Μολδαβία. Από εκεί βγήκε ο περίφημος μολδαβός γέροντας Παίσιος Βελιτσκόφσκυ, ιδρυτής και πατέρας του θεσμού των γερόντων στη Ρωσία στους έσχατους καιρούς. Έτσι ένας από τους πολλούς μαθητές του οσίου Παϊσίου, ο Σωφρόνιος, που εκείνη την εποχή ήταν ηγούμενος, ήταν πνευματικός άνθρωπος και αυστηρός ασκητής είδε ένα όραμα…..

Μια νύχτα, νομίζοντας πως πλησίαζε να ξημερώσει, ο Σωφρόνιος βγήκε από την πύλη του μοναστηριού και κοίταξε προς την εξωτερική πύλη, εκεί που σήμερα βρίσκεται το αγίασμα. Εκεί είδε ένα άνθρωπο που ήταν μαύρος στην όψη και φοβερός στο θέαμα. Φορούσε στρατιωτικό μανδύα και φώναζε δυνατά, όπως κάνουν οι αξιωματικοί όταν δίνουν διαταγές στους στρατιώτες. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και γυάλιζαν σαν φλόγες. Το στόμα του ήταν σαν των πιθήκων και τα δόντια του εξείχαν απ` αυτό. Στη μέση του ήταν περιτυλιγμένο ένα τεράστιο φίδι, του οποίου το κεφάλι κρεμόταν προς τα κάτω κι από το στόμα του έβγαινε η γλώσσα σαν ξίφος. Στους ώμους του είχε σιρίτια που είχαν το σχήμα κεφαλών φιδιών και στο κεφάλι του φορούσε ένα καπέλο απ` όπου ξεπρόβαλαν φαρμακερά φίδια και τυλίγονταν σαν μαλλιά γύρω απ` το λαιμό του. Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος αντίκρισε όλα αυτά πέτρωσε από τον φόβο. Μετά από λίγο συνήλθε κάπως και ρώτησε τον άρχοντα αυτό του σκότους τι γύρευε τέτοια ώρα στον περίβολο του μοναστηριού. Είναι δυνατό να μην ξέρεις ότι εγώ δίνω διαταγές εδώ στο μοναστήρι σου; Απάντησε ο μαύρος. Εμείς δεν έχουμε στρατό εδώ κι η πατρίδα μας διανύει περίοδο απόλυτης ειρήνης, είπε ο ηγούμενος. Τότε συνέχισε ο μαύρος δαίμονας, μάθε πως εμένα με έστειλαν οι αόρατοι άρχοντες του σκότους και βρισκόμαστε εδώ για να εγείρουμε πόλεμο εναντίον την μοναχικής τάξης. Όταν κατά την κουρά σου δίνεται τους μοναχικούς σας όρκους, δηλώνεται ότι θα μας πολεμάτε και μας προξενείτε πολλές πληγές με το πνευματικό σας οπλοστάσιο.

Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να υποχωρούμε με ντροπή, γιατί η φλόγα της προσευχής σας μας καίει. Τώρα όμως δε σας φοβόμαστε, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Παϊσίου, του ηγουμένου σας. Εκείνος μας τρόμαζε και υποφέραμε πολύ στα χέρια του. Από τότε ακόμα που ήρθε εδώ από το Άγιο Όρος μαζί με εξήντα άλλους μοναχούς, εμένα με έστειλαν εδώ με εξήντα χιλιάδες στρατιώτες μας για να τον σταματήσουμε. Όσο καιρό είχε αυτός είχε την ηγουμενία δεν μπορούμε να ησυχάσουμε. Παρ` όλους τους πειρασμούς, τα τεχνάσματα και τις μεθοδείες μας εναντίον εκείνων και των μοναχών του, δεν καταφέρναμε τίποτα. Και ταυτόχρονα δεν μπορεί να διηγηθεί ανθρώπινη γλώσσα τις φοβερές οδύνες, τις ταλαιπωρίες και τις δοκιμασίες που υποστήκαμε κατά την διάρκεια της διαμονής αυτού του ανθρώπου. Εδώ. Ήταν ένας έμπειρος στρατιώτης και η στρατηγική του μας εύρισκε πάντα εκτός θέσης. Μετά τον θάνατο του όμως να πράγματα άλλαξαν κάπως και μπορέσαμε να αποδεσμεύσουμε από αυτό το φρούριο δέκα χιλιάδες δικούς μας. Έτσι μείναμε εδώ πενήντα χιλιάδες. Όταν οι μοναχοί άρχισαν να αμελούν τον κανόνα τους και να ενδιαφέρονται περισσότερο για τους αγρούς, τα κτίρια και τα αμπέλια, απαλλάξαμε άλλους δέκα χιλιάδες από τα καθήκοντα τους εδώ και οι υπόλοιποι σαράντα χιλιάδες μείναμε για να συνεχίσουμε τις προσβολές μας. Λίγα χρόνια αργότερα, μερικοί από τους μονάχους αποφάσισαν να αλλάξουν το τυπικό του Παϊσίου, διαφώνησαν μεταξύ τους και μερικοί έφυγαν. Στο μεταξύ δόθηκε άδεια σε λαϊκούς να νοικιάζουν δωμάτια στο μοναστήρι, κι όταν μάλιστα έφεραν και τις γυναίκες τους μέσα, κάναμε γιορτή για την νίκη μας και μειώσαμε τον στρατό μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα. Αργότερα που άνοιξαν και τα σχολεία για νεαρά αγόρια ο πόλεμος πλησίασε μπρος στο τέλος του πια και μπορούσαμε να μειώσουμε τις δυνάμεις μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμη, αφήνοντας εδώ μόνο είκοσι χιλιάδες δικούς μας για να επιβλέπουν τους μοναχούς.

Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος άκουσε όλα αυτά αναστέναξε μέσα του και ρώτησε τον μαύρο δαίμονα. Τι ανάγκη έχετε να μένετε ακόμη στο μοναστήρι αφού βλέπετε, όπως και ο ίδιος ομολογείς πως οι μοναχοί έχουν παραιτηθεί από τον πόλεμο; Τι άλλη δουλεία έμεινε ακόμα εδώ για σας; Και εκείνος ο παγκάκιστος, εξαναγκασμένος από την δύναμη του Θεού, αποκάλυψε το μυστικό του. Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει κανένας πια να μας πολεμήσει όπως παλιά, αφού η αγάπη έχει ψυχραθεί και έχετε προσκολληθεί σε επίγειες και κοσμικές υποθέσεις. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα στο μοναστήρι που μας ενοχλεί και μας ανησυχεί. Είναι αυτά τα κουρελόχαρτα τα βιβλία στον όλεθρο να πάνε!! Αυτά που έχετε στην βιβλιοθήκη σας. Ζούμε με τον φόβο και τον τρόμο μήπως κάποιος από τους νεωτέρους μονάχους τα πιάσει στα χέρια κι αρχίζει να τα διαβάζει. Μόλις αρχίσουν να διαβάζουν τα καταραμένα αυτά κουρελόχαρτα, μαθαίνουν την αρχαία ευλάβεια κι εχθρότητα σας εναντίον μας κι οι νεαροί αρχάριοι ξεσηκώνονται. Μαθαίνουν από αυτά πως οι παλιοί χριστιανοί, μοναχοί και λαϊκοί, συνήθιζαν να προσεύχονται αδιάλειπτα, να νηστεύουν, να εξετάζουν και να ξαγορεύονται τους λογισμούς, να αγρυπνούν και να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδημοι σ` αυτόν τον κόσμο. Μετά, απλοϊκοί όπως είναι, αρχίζουν να θέτουν τις ανοησίες αυτές σε εφαρμογή. Ακόμη παίρνουν σοβαρά όλη την Αγία Γραφή. Μας βρίζουν και ωρύονται εναντίον μας σαν άγρια θηρία. Αρκεί να σου πω ότι ένας από αυτούς τους ανόητους θερμοκέφαλους είναι αρκετός για να μας διώξει όλους από εδώ.

Είναι τόσο ανηλεείς και ασυμβίβαστοι εναντίον μας, όσο και ο θανατωμένος αρχηγός σας (ο Σωτήρας). Επί τέλους, έχουμε τόση ειρήνη και ηρεμία μαζί σας. Αυτά τα αποκαλούμενα πνευματικά βιβλία σας όμως είναι μια διαρκεί πηγή εχθρότητα και ταραχής. Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε ειρήνη; Γιατί εσείς δεν διαβάζεται τα βιβλία μου; Δεν είναι και αυτά πνευματικά; Κι εγώ πνεύμα δεν είμαι; Κι εγώ εμπνέω ανθρώπους να γράφουν βιβλία. Δε φτάνει παρά να πέσει ένα απ` αυτά τα παλιόχαρτα, που τα λέτε περγαμηνές, στα χέρια ενός απλού κι ανόητου κι αρχίζει εκ νέου καινούργιος πόλεμος κι αναγκαζόμαστε να φεύγουμε κι να αρπάζουμε πάλι τα όπλα εναντίον σας. Ανήμπορος πια να κρατήσει σιωπή, ο φτωχός ηγούμενος τον ρώτησε.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο όπλο σας εναντίον των μοναχών στους καιρούς μας; Κι εκείνος απάντησε. Όλο το ενδιαφέρον μας σήμερα στρέφεται στο να κρατήσουμε τους μονάχους και τις μοναχές μακριά από τις πνευματικές ενασχολήσεις, ιδιαίτερα δε από την προσευχή και την μελέτη αυτών των καπνισμένων βιβλίων. Γιατί δε δαπανάτε περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των κήπων και των αμπελιών, στο ψάρεμα, στα σχολεία για τους νέους, στη φιλοξενία όλων αυτών των καλών ανθρώπων που έρχονται εδώ το καλοκαίρι για καθαρό αέρα και υγιεινό νερό; Οι μοναστές που ασχολούνται με τέτοια πράγματα πιάνονται στα δίχτυα μας όπως οι μύγες στον ιστό της αράχνης. Ως ότου όλα αυτά τα βιβλία καταστραφούν ή φθαρούν από το χρόνο, δε θα ειρηνέψουμε. Είναι σαν σαΐτες και βέλη για μας. Δεν είχε καλά καλά τελειώσει τα λόγια αυτά και σήμανε το σήμαντρο για την ακολουθία του όρθρου. Ο αρχηγός των δαιμόνων εξαφανίστηκε αμέσως σαν καπνός. Ο γέροντας ξεκίνησε για την εκκλησία με μεγάλο πόνο ψυχής, εξαιτίας των αποκαλύψεων αυτών και μπήκε στην εκκλησία. Όταν μαζεύτηκαν οι μοναχοί τους διηγήθηκε με δάκρυα στα μάτια όλα όσα είδε κι άκουσε κατά την διάρκεια της φοβερής Αυτής οπτασίας. Και μετά έδωσε εντολή να καταγραφούν όλα αυτά για να ωφεληθούν οι επιγενόμενοι.

2)Ἐπίσης καί ἀπό τό ἀκόλουθο περιστατικό ἀποδεικνύεται πῶς οἱ δαίμονες φρίττουν στήν παρουσία καί μελέτη ἀπό τούς χριστιανούς τῶν Πατερικῶν κειμένων:

Ο ΣΤΑΡΕΤΣ Παίσιος Βελιτσκόφσκυ είχε ένα μολδαβό μαθητή, το Γεώργιο, που με την σειρά του είχε και αυτός ένα μαθητή, Γεώργιο και αυτόν, που ήταν τυπογράφος στο Νιαμέτς στη Ρουμανία. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Γεώργιος αυτός πήγε στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε σε ένα κελί στην περιοχή της Βίγλας, κοντά στη θέση που σήμερα βρίσκεται η ρουμανική σκήτη. Ήταν μορφωμένος άνθρωπος. Αφού αποτάχθηκε τον κόσμο , έζησε σαν ερημίτης και απόκτησε πολλά χαρίσματα από τον Θεό. Ο γέροντας Γεώργιος είχε ένα μαθητή τον Αθανάσιο. Έζησαν μαζί οκτώ χρόνια. Ο Αθανάσιος μιλούσε γι τον στάρετς Παίσιος Βελιτσκόφσκυ με δέος και σεβασμό και διηγιόνταν τα ακόλουθα για να δείξει το ύψος των πνευματικών του αναβάσεων. «Είχα την εξαιρετική ευλογία να γνωρίσω τον τελευταίο επιζόντα μαθητή του γέροντα Παίσιου. Από το ακόλουθο περιστατικό που συνέβη σε αυτόν, που ήταν άνθρωπος πνευματικά έμπειρος, μπορείτε να καταλάβετε πόσο μεγάλος άγιος ήταν ο Παίσιος. Κάποτε καθόταν στο καλύβι του και προσευχόταν. Ξαφνικά είδε (σαν σε έκσταση, όπως συνήθως αποκαλύπτεται σε τέτοιους ανθρώπους) πλήθος δαιμόνων να κυκλώνουν ένα είδος θυσιαστηρίου και σε λίγους άλλους δαίμονες να συνοδεύουν τον σατανά με δαιμονική επισημότητα. Ο σατανάς κάθισε πάνω στο θυσιαστήριο και δεχόταν τους δαίμονες ένας – ένας με τις αναφορές τους και απαντούσαν στις ερωτήσεις του. Εσύ που ήσουν; Ρώτησε ο σατανάς τον πρώτο δαίμονα. Ήμουν στο καλύβι ενός μοναχού, που ζει στην ησυχία έξω από το μοναστήρι, μα δεν μπορούσα να τον πλησιάσω, γιατί όσες φορές δοκίμασα εκείνος έπεφτε κατά γης φυσικά έκανε μετάνοιες και προσευχές και ήταν καλυμμένος ολόκληρος με μια φωτιά που με έκαιγε και για αυτό μου ήταν τελείως αδύνατο να φτάσω κοντά του. Ο σατανάς τότε διέταξε να τον δείρουν όπως και τους άλλους που δεν τα κατάφεραν στις δαιμονικές επιδιώξεις τους. Κι ήταν όλοι αυτοί 5-6 δαίμονες. Μετά ο σατανάς άρχισε να γρυλίζει και να λέει. Ω! πόσο με ενοχλούν αυτά τα παλιόχαρτα (εννοούσε τα πατερικά βιβλία μεταφράσεις του Παίσιου.) Θάρθει καιρός όμως που όλα θα υποταχθούν στην θέληση μου, και αυτά τα βιβλία θα εξαφανιστούν. Και η εποχή αυτή, πρόσθεσε ο γέρων Αθανάσιος ήρθε. Η περίφημη βιβλιοθήκη της μονής Νιαμέτς κατακάηκε και τα λίγα βιβλία για την νοερή προσευχή που γλίτωσαν από την καταστροφή έχουν μείνει στ` αζήτητα, κανείς πια δεν ενδιαφέρεται γι` αυτά. Ο γέροντας Αθανάσιος συνέχισε. Πρέπει να διαβάζουμε διαρκώς ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ. Όλοι οι άγιοι πατέρες διάβαζαν πολύ, διάβαζαν ως ότου να λάβουν το χάρισμα της προσευχής. Τον Οκτώβριο του 1873 ο Αθανάσιος αρρώστησε και στις 23 του μηνός πέθανε και κηδεύτηκε στο κοινό κοιμητήριο.

 

Friday, December 18, 2015

Καλό λοιπόν είναι να βιάζουμε πάντοτε τον εαυτό μας από αγάπη για τον Θεό. Γιατί η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και την αρπάζουν αυτοί που αγωνίζονται. ( Μέγα Γεροντικό )


Ήταν ένας Γέροντας στη Θηβαϊδα που έμενε σ΄ ένα σπήλαιο και είχε έναν υποτακτικό μαθητευόμενο. 


Συνήθιζε ο Γέροντας κάθε βράδυ να του δίνει ωφέλιμες συμβουλές και μετά από τη νουθεσία, έκανε προσευχή και τον έστελνε να κοιμηθεί. Κάποτε συνέβη μερικοί ευλαβείς λαϊκοί, επειδή γνώριζαν τη μεγάλη άσκηση του Γέροντα, να τους επισκεφθούν και να προσφέρουν σ΄ αυτούς κάποιο φαγητό να φάνε. Αφού έφυγαν αυτοί, κάθισε πάλι ο Γέροντας το βραδάκι, όπως το συνήθιζε, και νουθετούσε τον αδελφό.

Την ώρα όμως που του μιλούσε, τον πήρε ο ύπνος. Και ο αδελφός έμεινε κοντά του, έως ότου ξυπνήσει και του κάνει την ευχή. Καθώς λοιπόν καθόταν πολλή ώρα και ο Γέροντας δεν ξυπνούσε, ενοχλήθηκε από τους λογισμούς του να πάει να κοιμηθεί χωρίς να του κάνει την απόλυση. Αλλά βίασε τον εαυτό του και αντιστάθηκε στον λογισμό και παρέμεινε. Πάλι όμως ενοχλήθηκε και δεν έφυγε.

Κατά τον ίδιο τρόπο ενοχλήθηκε επτά φορές και αντιστάθηκε στον λογισμό. Αργότερα, αφού είχε προχωρήσει η νύκτα, ξύπνησε ο Γέροντας και τον βρήκε να κάθεται δίπλα του και του λέει:

-Δεν έφυγες μέχρι αυτή την ώρα; Κι εκείνος είπε:
-Όχι, αββά, γιατί δεν μου ΄κανες απόλυση.
-Και γιατί -τον ρωτάει ο Γέροντας- δεν με ξύπνησες;
-Δεν τόλμησα -απαντά ο μαθητής- να σε σκουντήσω για να μη σου διακόψω τον ύπνο.

Σηκώθηκαν ευθύς, άρχισαν τον όρθρο και όταν τελείωσε η ακολουθία, απέλυσε τον αδελφό ο Γέροντας. Και την ώρα που καθόταν μόνος, ήρθε σε έκσταση και βλέπει κάποιον να του δείχνει έναν τόπο λαμπρό στον οποίο υπήρχε ένας θρόνος και επάνω στον θρόνο ήταν τοποθετημένα επτά στεφάνια.

Και ρώτησε αυτόν που του τα έδειχνε:

-Τίνος είναι αυτά; Κι εκείνος είπε:
-Του μαθητή σου. Τον τόπο και τον θρόνο του τα χάρισε ο Θεός για την υπακοή του. Και τα επτά στεφάνια τα κέρδισε αυτή τη νύκτα.
Απόρησε ο Γέροντας γι αυτό που άκουσε και γεμάτος από δέος καλεί τον αδελφό και του λέει:

-Πες μου, τι έκανες τη νύκτα αυτή;
-Συγχώρα με, αββά -απάντησε εκείνος- δεν έκανα τίποτε.

Ο Γέροντας νομίζοντας ότι από ταπεινοφροσύνη δεν ομολογεί, του είπε:

-Δεν θα σ΄ αφήσω να φύγεις, εάν δεν μου πεις τι έκανες ή τι σκέφτηκες τη νύκτα αυτή.

Αλλά ο αδελφός επειδή γνώριζε καλά ότι τίποτε δεν έχει κάνει, δεν είχε τι να πει.

Και λέει στον πατέρα:

-Αββά, δεν έκανα τίποτε, παρά μόνο ότι ενοχλήθηκα από λογισμούς επτά φορές να φύγω χωρίς να μου κάνεις την απόλυση, αλλά δεν έφυγα.

Όταν τ΄ άκουσε αυτό ο Γέροντας, κατάλαβε ότι κάθε φορά που πάλευε και νικούσε τον λογισμό του, κέρδιζε ένα στεφάνι από τον Θεό. Στον αδελφό βέβαια δεν είπε τίποτε, αλλά τα διηγήθηκε αυτά σε ανθρώπους πνευματικούς χάριν ωφελείας, για να γνωρίζουμε ότι και για λογισμούς πού δεν έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα ο Θεός μας στεφανώνει.

Καλό λοιπόν είναι να βιάζουμε πάντοτε τον εαυτό μας από αγάπη για τον Θεό. Γιατί η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και την αρπάζουν αυτοί που αγωνίζονται.

Μέγα Γεροντικό

Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσους κρυφούς δούλους έχει!

Ανέβηκε ο αββάς Δανιήλ από τη Σκήτη, μαζί με τον μαθητή του, στην άνω Θηβαΐδα, όταν γιόρταζαν τη μνήμη του αββά Απολλώ. Εκεί έτρεξαν να τον συναντήσουν οι πατέρες που απείχαν μέχρι και εφτά μίλια και ήταν περίπου πέντε χιλιάδες. Και μπορούσε να τους δει κανείς να προσκυνούν πεσμένους πάνω στην άμμο, σαν να ήταν τάγματα αγγέλων, τα οποία με φόβο υποδέχονται τον Χριστό, γιατί άλλοι έστρωναν τα ρούχα τους μπροστά του, άλλοι τα κουκούλλια τους, και έβλεπες τα δάκρυά τους να τρέχουν σαν πηγές που ανάβλυζαν. Βγήκε ο προϊστάμενος του κοινοβίου και πριν πλησιάσει τον γέροντα τον προσκύνησε εφτά φορές και αφού ασπάστηκε ο ένας τον άλλο, κάθησαν. Τότε παρακάλεσε τον γέροντα να πει κάτι, γιατί δεν μιλούσε εύκολα στον καθένα. Καθώς λοιπόν κάθησαν έξω πάνω στην άμμο, γιατί δεν τους χωρούσε η εκκλησία, λέγει ο αββάς Δανιήλ στον μαθητή του· «Γράψε· Αν θέλετε να σωθείτε, να επιδιώκετε την ακτημοσύνη και την σιωπή, γιατί απ’ αυτές τις δύο αρετές κρέμεται όλη η ζωή του μοναχού». Ο μαθητής του παρέδωσε αυτά που έγραψε σε κάποιον από τους αδελφούς, ο οποίος τα μετέφρασε στα αιγυπτιακά. Όταν διαβάστηκαν στους πατέρες, έκλαψαν όλοι και ξεπροβοδούσαν τον γέροντα. Κανένας δεν τολμούσε να του πει «Μείνε μαζί μας».

Όταν έφτασε στην Ερμόπολη λέγει στον μαθητή του· «Πήγαινε και χτύπα την πόρτα σ’ εκείνο το γυναικείο μοναστήρι». Υπήρχε εκεί ένα γυναικείο μοναστήρι, που ονομαζόταν του αββά Ιερεμία, και κατοικούσαν εκεί περίπου τριακόσιες μοναχές. Πήγε ο μαθητής του και χτύπησε την θύρα. Του λέγει η θυρωρός ευγενικά· «Καλώς ήλθες. Τί προστάζεις;». Απαντά· «Φώναξέ μου την μητέρα, την ηγουμένη, γιατί θέλω μ’ αυτή να μιλήσω». Αυτή απάντησε· «Δεν συναντά ποτέ κανέναν, όμως πες μου τι θέλεις και θα το διαβιβάσω». Αυτός είπε· «Πες της· “Κάποιος μοναχός θέλει να σου μιλήσει”. Η θυρωρός πήγε και το είπε αυτό και αφού ήλθε η ηγουμένη ευγενικά λέει στον αδελφό· «Η αμμάς μ’ έστειλε να σε ρωτήσω· “Τί ζητάς;”». Λέει ο αδελφός· «Να δείξετε αγάπη και να επιτρέψτε να κοιμηθούμε εδώ εγώ κι ένας γέροντας, γιατί είναι βράδυ και έξω θα μας φάνε τα θηρία». Του λέγει η αμμάς· «Ποτέ άνδρας δεν μπαίνει εδώ· συμφέρει να φαγωθείτε από τα έξω θηρία κι όχι από αυτά που βρίσκονται μέσα στην ψυχή». Της απαντά ο αδελφός· «Ο αββάς Δανιήλ είναι από τη Σκήτη». Αυτή μόλις τ’ άκουσε αυτό, άνοιξε και τις δύο θύρες και βγήκε τρέχοντας καθώς κι όλες οι άλλες μοναχές, και αφού έστρωναν τα μαφόριά τους από την είσοδο μέχρι το σημείο που βρισκόταν ο γέροντας έπεφταν στα πόδια του και φιλούσαν τα ίχνη των ποδιών του.

Όταν μπήκαμε μέσα στο μοναστήρι, έφερε η προϊσταμένη μια λεκάνη και τη γέμισε με χλιαρό νερό και βότανα και χώρισε σε δύο ομάδες τις αδελφές και έπλυναν τα πόδια του γέροντα και του μαθητή του. Αφού πήρε ένα ποτήρι έφερε τις αδελφές και έπαιρνε νερό από τη λεκάνη και το έριχνε πάνω από τα κεφάλια τους και ύστερα το έριχνε πάνω της και στο κεφάλι της. Όλες αυτές φαίνονταν σαν ακίνητες πέτρες, αμίλητες, και κάθε απάντησή τους δινόταν μ’ ένα χτύπημα κι αυτή η κίνησή τους ήταν αγγελική. Λέγει λοιπόν ο γέροντας στην ηγουμένη· «Εμάς σέβονται οι αδελφές ή έτσι είναι πάντοτε;». Αυτή είπε· «Πάντοτε έτσι είναι οι δούλες σου δέσποτα, όμως προσευχήσου γι’ αυτές». Λέει ο γέροντας· «Πες στο μαθητή μου ότι αυτή τη στιγμή αισθάνομαι άσχημα».

Μία απ’ αυτές κείτονταν κοιμισμένη στην εσωτερική αυλή, φορώντας σχισμένα παλαιά ρούχα. Λέει ο γέροντας· «Ποιά είναι αυτή που κοιμάται:». Του απαντά μία από τις αδελφές· «Είναι μέθυση και δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Να την πετάξουμε έξω από το μοναστήρι φοβόμαστε το κρίμα· αν την αφήσουμε όμως σκανδαλίζει τις αδελφές». Λέει ο γέροντας στον μαθητή του· «Πάρε τη λεκάνη και άδειασέ την πάνω της». Όταν τόκανε, αμέσως αυτή σηκώθηκε σαν από μεθύσι. Του λέει η αμμάς· «Δέσποτα έτσι είναι πάντοτε».

Αφού πήρε η ηγουμένη τον γέροντα τον έφερε στην τραπεζαρία, όπου παρέθεσε δείπνο στις αδελφές λέγοντας· «Ευλόγησε τις δούλες σου, ώστε μπροστά σου να γευματίσουν». Αυτός τις ευλόγησε και η ηγουμένη μαζί με τη δεύτερη μετά απ’ αυτήν κάθησαν μαζί του. Παρέθεσαν στον γέροντα ένα πιάτο με βρεγμένα και ωμά χορταρικά, χουρμάδες και νερό, στον μαθητή του πρόσφεραν βρασμένη φακή και λίγο ψωμί και εύκρατο, ενώ στις αδελφές παρέθεσαν πολλά φαγητά, ψάρια και κρασί άφθονο. Έφαγαν πολύ καλά και κανείς δεν μίλησε. Όταν σηκώθηκαν λέει ο γέροντας στην ηγουμένη· «Τί είναι αυτό που έκανες; Εμείς έπρεπε να φάμε καλά, αλλά τελικά εσείς φάγατε τα καλά φαγητά». Του λέει η αμμάς· «Εσύ είσαι μοναχός, γι’ αυτό τροφή μοναχού σου πρόσφερα, ο μαθητής σου είναι μαθητής μοναχού και τροφή μαθητή του πρόσφερα. Εμείς είμαστε αρχάριες και τροφή αρχαρίων φάγαμε». Της λέει ο γέροντας· «Είναι αξιομνημόνευτη η αγάπη, πράγματι ωφεληθήκαμε».

Ενώ πήγαιναν να αναπαυθούν, λέει ο άββάς Δανιήλ στον μαθητή του· «Πήγαινε και δες πού κοιμάται η μέθυση· κάπου στην εσωτερική αυλή βρισκόταν». Αυτός πηγαίνει, βλέπει και του λέει·«Είναι κοντά στα αφοδευτήρια». Λέει ο γέροντας στον μαθητή του· «Μείνε άγρυπνος αυτή τη νύχτα μαζί μου». Όταν αναπαύθηκαν όλες οι αδελφές, παίρνει ο γέροντας τον μαθητή του και πηγαίνει πίσω από ένα χώρισμα. Τότε βλέπουν τη μέθυση να σηκώνεται και να υψώνει τα χέρια της στον ουρανό, και τα δάκρυά της να τρέχουν σαν ποτάμι, να κινούνται τα χείλη της, να κάνει μετάνοιες και όταν αντιλαμβανόταν καμμιά αδελφή να πηγαίνει στα αφοδευτήρια, έπεφτε στο έδαφος ροχαλίζοντας.

Έτσι περνούσε όλες τις μέρες της. Λέει λοιπόν ο γέροντας στον μαθητή του· «Φώναξέ μου την ηγουμένη διακριτικά». Πήγε και τη φώναξε καθώς και τη δεύτερη στη σειρά και ολόκληρη τη νύχτα έβλεπαν αυτά που έκανε. Η ηγουμένη άρχισε να λέει κλαίγοντας· «Αχ, για πόσα κακά δεν την κατηγόρησα». Κι όταν ακούστηκε το εγερτήριο, διαδόθηκε γι’ αυτήν στην αδελφότητα. Αυτή κατάλαβε τι έγινε και φεύγει κρυφά και πηγαίνει εκεί που κοιμόταν ο γέροντας και κλέβει το ραβδί του και την κάπα του και ανοίγει με προσοχή τη θύρα του μοναστηριού και γράφει ένα σημείωμα, το οποίο τοποθετεί στην κλειδαριά της θύρας, λέγοντας· «Να προσεύχεσθε για μένα και να μου συγχωρήσετε για όσα σας έφταιξα» και εξαφανίστηκε.

Όταν ξημέρωσε, την αναζήτησαν, αλλά δεν την βρήκαν. Πηγαίνουν στην πύλη και βρίσκουν ανοιχτή τη θύρα και το σημείωμα εκεί και γίνεται μεγάλος θρήνος στο μοναστήρι. Και λέει ο γέροντας· «Εγώ γι’ αυτήν ήλθα εδώ, γιατί τέτοιους μεθύστακες αγαπά ο Θεός». Όλες οι μοναχές εξομολογούνταν στον γέροντα τι είχαν κάνει σε βάρος της. Και αφού ευλόγησε ο γέροντας τις αδελφές, αναχώρησε μαζί με τον μαθητή του για το κελλί τους, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό, ο οποίος μόνον αυτός γνωρίζει πόσους κρυφούς δούλους έχει.

Tuesday, December 15, 2015

Τι σημαίνει το «Κύριε ελέησον», είναι πολύ λίγοι σήμερα που το ξέρουν....


 Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και συντομότερα «Κύριε ελέησον», από τον καιρό των Αποστόλων χαρίστηκε στους Χριστιανούς και ορίστηκε να το λένε ακατάπαυστα, όπως και το λένε. Τι σημαίνει όμως τούτο το «Κύριε ελέησον», είναι πολύ λίγοι σήμερα που το ξέρουν, κι έτσι φωνάζουν καθημερινά ανωφελώς, αλλοίμονο, και ματαίως το «Κύριε ελέησον», και το έλεος του Κυρίου δεν το λαβαίνουν γιατί δεν ξέρουν τι ζητούν. Γι' αυτό πρέπει να ξέρομε πως ο Υιός και Λόγος του Θεού, αφότου σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και υπέμεινε τόσα πάθη και σταυρώθηκε και χύνοντας το πανάγιο αίμα Του εξαγόρασε τον άνθρωπο από τα χέρια του διαβόλου, από τότε έγινε Κύριος και εξουσιαστής της ανθρώπινης φύσεως. Και προτού βέβαια σαρκωθεί ήταν Κύριος όλων των κτισμάτων, ορατών και αοράτων, ως δημιουργός και ποιητής τους, όμως των ανθρώπων και των δαιμόνων που δε θέλησαν από μόνοι τους να τον έχουν Κύριο και εξουσιαστή τους, δεν ήταν και Αυτός Κύριος τους, ο Κύριος όλου του κόσμου. 


Ο πανάγαθος Θεός δηλαδή, και τους Αγγέλους και τους ανθρώπους τους έκανε αυτεξούσιους και τους χάρισε το λογικό, να έχουν γνώση και διάκριση· γι' αυτό, ως δίκαιος που είναι και αληθινός, δε θέλησε να τους αφαιρέσει το αυτεξούσιο και να τους εξουσιάζει με τη βία και χωρίς τη θέλησή τους. Αλλά εκείνους που θέλουν να είναι κάτω από την εξουσία και διακυβέρνησή Του, εκείνους ο Θεός και τους εξουσιάζει και τους κυβερνά· εκείνους πάλι που δε θέλουν, τους αφήνει να κάνουν το θέλημα τους, ως αυτεξούσιοι που είναι. Για τούτο και τον Αδάμ που πλανήθηκε από τον αποστάτη διάβολο κι έγινε κι αυτός αποστάτης του Θεού και δε θέλησε να υπακούσει στην εντολή Του, τον άφησε ο Θεός στο αυτεξούσιό του και δε θέλησε να τον εξουσιάζει τυραννικά.


Αλλά ο φθονερός διάβολος που τον πλάνησε εξαρχής, δεν έπαψε κι έπειτα να τον πλανά, ώσπου τον έκανε παρόμοιο στην αλογία με τα κτήνη τα ανόητα και ζούσε πλέον σαν ζώο άλογο και ανόητο. Μα ο πολυέλεος Θεός τον σπλαχνίστηκε τελικά κι έτσι χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη(Ψαλμ. 17, 10) κι έγινε άνθρωπος για τον άνθρωπο· και με το πανάχραντο αίμα Του τον λύτρωσε από τη δουλεία της αμαρτίας και δια μέσου του ιερού Ευαγγελίου τον οδήγησε πως να ζει θεάρεστα. Και, κατά τον Θεολόγο Ιωάννη, μας έδωσε εξουσία να γίνομε τέκνα Θεού(Ιω. 1, 12) και με το θείο βάπτισμα μας αναγέννησε και μας ανέπλασε και με τα άχραντά Του μυστήρια τρέφει καθημερινά την ψυχή μας και τη ζωογονεί. Και μ' ένα λόγο, με την άκρα Του σοφία βρήκε τον τρόπο να μένει πάντοτε αχώριστος μ' εμάς κι εμείς με Αυτόν, για να μην έχει πλέον καθόλου τόπο σ' εμάς ο διάβολος. Ορισμένοι όμως από τους Χριστιανούς, ύστερα από τόσες χάριτες που αξιώθηκαν και υστέρα από τόσες ευεργεσίες που έλαβαν από τον Δεσπότη Χριστό, πλανήθηκαν πάλι από το διάβολο και εξαιτίας του κόσμου και της σάρκας ξεμάκρυναν από το Θεό και κατακυριεύονται από την αμαρτία και από το διάβολο κάνοντας τα θελήματά του. Όμως δεν είναι τελείως αναίσθητοι ώστε να μην αισθάνονται το κακό που έπαθαν. Καταλαβαίνουν το σφάλμα τους και γνωρίζουν την υποδούλωσή τους, αλλά δεν μπορούν αυτοί μόνοι τους να γλυτώσουν και γι' αυτό προστρέχουν στο Θεό και φωνάζουν το «Κύριε ελέησον» για να τους ευσπλαχνιστεί ο πολυέλεος Κύριος και να τους ελεήσει, να τους δεχτεί σαν τον άσωτο υιό(Λουκ. 15, 20) και να τους δώσει πάλι τη θεία χάρη Του και μέσω αυτής να γλυτώσουν από τη δουλεία της αμαρτίας, ν' απομακρυνθούν από τους δαίμονες και να λάβουν πάλι την ελευθερία τους, για να μπορέσουν με τον τρόπο αυτό να ζήσουν θεάρεστα και να φυλάξουν τις εντολές του Θεού. Αυτοί λοιπόν οι Χριστιανοί που, όπως είπαμε, με τέτοιο σκοπό φωνάζουν το «Κύριε ελέησον», αυτοί θα επιτύχουν εξάπαντος και το έλεος του πανάγαθου Θεού και θα λάβουν τη χάρη Του να ελευθερωθούν από τη δουλεία της αμαρτίας και να σωθούν. Εκείνοι όμως που δεν έχουν είδηση από αυτά που είπαμε, μήτε γνωρίζουν τη συμφορά τους που είναι καταδουλωμένοι στα θελήματα της σάρκας και στα κοσμικά πράγματα, μήτε έχουν ευκαιρία να συλλογιστούν την υποδούλωση τους, αλλά χωρίς τέτοιο σκοπό φωνάζουν μόνο το «Κύριε ελέησον», περισσότερο από συνήθεια, αυτοί πως είναι δυνατό να λάβουν το έλεος του Θεού; Και μάλιστα τέτοιο θαυμάσιο και άπειρο έλεος; Γιατί είναι καλύτερα να μη λάβουν το έλεος του Θεού, παρά να το λάβουν και πάλι να το χάσουν, επειδή τότε είναι διπλό το φταίξιμο τους. Άλλωστε, αν κανείς δώσει κανένα πετράδι πολύτιμο στα χέρια μικρού παιδιού ή κανενός αγροίκου άνθρωπου που να μην ξέρει τι αξίζει, και αυτοί το πάρουν στα χέρια τους και το χάσουν, είναι φανερό πως δεν το έχασαν εκείνοι αλλά αυτός που τους το έδωσε.


Και για να καταλάβεις καλύτερα τα λεγόμενα, συλλογίσου πως στον κόσμο τούτο εκείνος που είναι άπορος και φτωχός και θέλει να πάρει ελεημοσύνη από κάποιο πλούσιο, πηγαίνει και του λέει «ελέησον με», δηλαδή «λυπήσου με για τη φτώχεια μου και δος μου τα αναγκαία». Και πάλι, εκείνος που έχει χρέος και θέλει να του το χαρίσει ο δανειστής του, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «λυπήσου με για την ανέχειά μου και χάρισέ μου αυτό που σου χρωστώ». Όμοια και ο φταίχτης, θέλοντας να τον συγχωρήσει εκείνος στον οποίο έφταιξε, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «συγχώρεσέ με για ό,τι σου έκανα». Από την άλλη μεριά, ο αμαρτωλός φωνάζει στο Θεό το «Κύριε ελέησον» και δεν ξέρει μήτε τι λέει, μήτε γιατί το λέει, αλλά μήτε τι είναι το έλεος του Θεού που τον παρακαλεί να του το δώσει, μήτε σε τι τον συμφέρει το έλεος που ζητά, και μόνο από συνήθεια φωνάζει «Κύριε ελέησον», χωρίς να ξέρει τίποτε. Πως λοιπόν να του δώσει ο Θεός το έλεός Του, αφού αυτός, καθώς δεν το ξέρει, το καταφρονεί και πάλι το χάνει σύντομα και αμαρτάνει περισσότερο; Το έλεος του Θεού δεν είναι άλλο, παρά η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, την οποία πρέπει να ζητούμε από το Θεό εμείς οι αμαρτωλοί και να φωνάζομε ακατάπαυστα το «Κύριε ελέησον», δηλαδή «λυπήσου με, Κύριε μου, τον αμαρτωλό, στην ελεεινή κατάσταση που βρίσκομαι, και δέξου με πάλι στη χάρη Σου· δος μου πνεύμα δυνάμεως, για να με δυναμώσει ν' αντισταθώ στους πειρασμούς του διαβόλου και στην κακή συνήθεια της αμαρτίας· δος μου πνεύμα σωφρονισμού, για να σωφρονιστώ, να έρθω σε αίσθηση του εαυτού μου και να διορθωθώ· δος μου πνεύμα φόβου, για να σε φοβούμαι και να φυλάγω τις εντολές Σου· δος μου πνεύμα αγάπης για να σε αγαπώ και να μην απομακρύνομαι πλέον από κοντά Σου· δος μου πνεύμα ειρήνης, για να φυλάγει την ψυχή μου ειρηνική και να συγκεντρώνω όλους μου τους λογισμούς και να είμαι ήσυχος και ατάραχος· δος μου πνεύμα καθαρότητας, για να με φυλάγει καθαρό από κάθε μολυσμό· δος μου πνεύμα πραότητας, για να είμαι ήμερος στους αδελφούς μου Χριστιανούς και να απέχω από το θυμό· δος μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης, για να μη φαντάζομαι τα υψηλά και υπερηφανεύομαι».


Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει την ανάγκη που έχει από όλα αυτά και τα ζητά από τον πολυέλεο Θεό, φωνάζοντας το «Κύριε ελέησον», αυτός βεβαιότατα θα λάβει εκείνο που ζητά και θα επιτύχει το έλεος και τη θεία χάρη του Κυρίου. Όποιος όμως δεν ξέρει τίποτε από αυτά που είπαμε, αλλά από συνήθεια μόνο φωνάζει το «Κύριε ελέησον», αυτός δεν είναι δυνατό να λάβει ποτέ το έλεος του Θεού· γιατί και πρωτύτερα έλαβε πολλές χάριτες από το Θεό μα δεν τις αναγνώρισε, μήτε ευχαρίστησε το Θεό που του τις έδωσε. Αυτός έλαβε το έλεος του Θεού όταν πλάστηκε κι έγινε άνθρωπος· έλαβε το έλεος του Θεού όταν αναπλάστηκε με το άγιο βάπτισμα κι έγινε ορθόδοξος Χριστιανός· έλαβε το έλεος του Θεού όταν γλύτωσε από τόσους κινδύνους ψυχικούς και σωματικούς που δοκίμασε στη ζωή του· έλαβε το έλεος του Θεού τόσες φορές που αξιώθηκε να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια· έλαβε το έλεος του Θεού όσες φορές αμάρτησε στο Θεό και τον πίκρανε με τις αμαρτίες του και δεν εξολοθρεύτηκε, μήτε τιμωρήθηκε παιδαγωγικά όπως του έπρεπε· έλαβε το έλεος του Θεού όταν με διάφορους τρόπους ευεργετήθηκε από το Θεό και δεν το αναγνώρισε, αλλά όλα τα λησμόνησε και δε φρόντισε καθόλου για τη σωτηρία του. Αυτός λοιπόν ο Χριστιανός πως να λάβει το έλεος του Θεού χωρίς να το αισθάνεται και χωρίς να γνωρίζει πως δέχεται τέτοια χάρη από το Θεό, καθώς είπαμε, μήτε να ξέρει τι λέει, αλλά να φωνάζει μόνο το «Κύριε ελέησον» χωρίς κανένα στόχο και σκοπό, εκτός από μόνη τη συνήθεια;

(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 289-292).

Oι μορφές της σοφίας ( Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός )

Τέσσερις είναι οι μορφές της σοφίας:
Η φρόνηση, δηλαδή η γνώση και εκείνων που πρέπει και εκείνων που δεν πρέπει να κάνομε και η εγρήγορση του νου.
Η σωφροσύνη, δηλαδή να γίνει ορθό το φρόνημά μας, ώστε να μπορέσομε να κρατήσομε τον εαυτό μας μακριά από κάθε έργο, λογισμό και λόγο που δεν αρέσει στο Θεό.
Η ανδρεία, δηλαδή η δύναμη και η καρτερία στους κατά Θεόν αγώνες και στους πειρασμούς.
Η δικαιοσύνη, δηλαδή η διανομή που γίνεται με την ισότητα σε όλα αυτά.
Αυτές οι τέσσερις γενικά αρετές γεννιούνται από τις τρεις δυνάμεις της ψυχής.
Από το λογισμό, δηλαδή το νου, γεννιούνται δύο, η φρόνηση και η δικαιοσύνη, δηλαδή η διάκριση. Από το επιθυμητικό γεννιέται η σωφροσύνη, και από το θυμικό, η ανδρεία.
Κάθε μία από αυτές βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παρά φύση πάθη. Η φρόνηση έχει πάνω της την υπερβολική ιδέα και κάτω την ανοησία. Η σωφροσύνη έχει πάνω την ευήθεια και κάτω την ακολασία. Η ανδρεία έχει πάνω το θράσος και κάτω τη δειλία.
Η δικαιοσύνη έχει πάνω την κτήση του λιγότερου και κάτω την πλεονεξία. Και αυτές οι τέσσερις αρετές είναι εικόνα του επουράνιου στοιχείου, ενώ τα οκτώ πάθη που τις περιβάλλουν, είναι εικόνα του χωμάτινου.
Αυτά όλα τα γνωρίζει ακριβώς ο Θεός, όπως γνωρίζει τα περασμένα, τα παρόντα και τα μέλλοντα, και εν μέρει τα γνωρίζει και εκείνος που έμαθε κατά χάρη τα έργα του Θεού από Αυτόν, και αξιώθηκε να γίνει «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Του». Εκείνος ου λέει ότι γνωρίζει ορθά μόνον εξ ακοής ψεύδεται. Γιατί ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί χωρίς χειραγώγηση να ανεβεί ποτέ στον ουρανό.
Ούτε πάλι, αν δεν ανεβεί και δει, μπορεί να πει εκείνο που δεν είδε. Αλλά ό,τι ακούει από τη Γραφή, εκείνο μόνο οφείλει να λέει εξ ακοής με ειλικρίνεια και να ομολογεί τον Πατέρα του Λόγου, όπως είπε ο Μέγας Βασίλειος. Αλλιώς θα νομίζει ότι έχει γνώση, και θα είναι χειρότερος από εκείνον που δεν έχει.
Γιατί όταν νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν μπορεί να γίνει, ό,τι νομίζει πως είναι, λέει ο άγιος Μάξιμος. Υπάρχει και αξιέπαινη αγνωσία, όπως λέει ο Χρυσόστομος, όπως όταν συνειδητά γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Και υπάρχει και αγνωσία πέρα από κάθε αγνωσία , όταν δε γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Υπάρχει και γνώση ψευδώνυμη, όταν νομίζει κανείς ότι γνωρίζει, ενώ δεν γνωρίζει τίποτε, όπως λέει ο Απόστολος.

Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός

Sunday, December 13, 2015

Σοδομιτικά αμαρτήματα και....Ομοφυλοφιλία ( Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος )


«Αλλ' ακόμη δεν ανέφερα το αποκορύφωμα των κακών, ούτε το κυριώτερον μέρος της συμφοράς απεκάλυψα, διότι πολλάκις, που ητοιμάσθην να το ειπώ εκοκκίνησα, πολλάκις δε εντράπηκα.

Ποίον λοι­πόν είναι αυτό; Διότι πρέπει πλέον να το αποτολμήσωμεν να το είπωμεν. Αλλωστε θα ήτο μεγάλη ανανδρία, ενώ πρόκειται να εκριζώσωμεν κάτι κακόν, να μη τολμώμεν ούτε καν να ομιλήσωμεν δι' αυτό, ωσάν να πρόκειται η σιωπή να ιατρεύση αφ' εαυτής την ασθένειαν. Δεν θα σιωπήσωμεν λοιπόν, και αν ακόμη πρόκειται μυριάκις να εντραπώμεν και να κοκκινίσωμεν.

Διότι και ο ιατρός, προκειμένου να καθαρίση την μολυσμένην πληγήν, θα παραιτηθή από του να χρησιμο­ποίηση τον σίδηρον, και να βυθίση τα δάκτυλά του εις τον πυθμένα του τραύματος; Λοιπόν, ούτε και ημείς πρόκειται να σταματήσωμεν τον λόγον αυτόν, καθ' όσον η μόλυνσις είναι χειροτέρα. Ποίον λοιπόν είναι το κακόν;

Κάποιος παράδοξος και παράνομος πόθος εισήλθεν εις την ζωήν μας. Επέπεσεν ασθένεια βαρεία και αθερά­πευτος και ενέσκηψε πανώλης χει­ροτέρα όλων' επενοήθη κάποια νέα και φοβερά παρανομία, διότι ανατρέπονται όχι μόνον οι ανθρώ­πινοι, αλλά και οι φυσικοί νόμοι. Κατήντησε λοιπόν μικρόν πράγμα η πορνεία θεωρουμένη ως συνήθης ασέλγεια.

Και όπως εις τας οδύνας, το τυραννικώτερον πάθος, όταν επέλθη, καλύπτει την εντύπωσιν του προηγουμένου, έτσι και το υπερβολικόν μέγεθος αυτής της ύβρεως κάμνει το ανυπόφορον, να μη φαίνεται πλέον ως ανυπόφορον, δηλαδή την ακολασίαν περί την γυναίκα.
Διότι φαίνεται ότι είναι ευχάριστον το να ημπορέση να διαφύγη κανείς από τα δίκτυα αυτά και κινδυνεύει εις το εξής να γίνη περιττόν το γυναικείον φύλον, εφ' όσον οι νέοι αναπληρώνουν αντί εκεί­νων, όλα τα εις εκείνας ανήκοντα.


Και δεν είναι μόνον αυτό το κακόν, αλλ' ότι με πολλήν ελευθερίαν αποτολμάται τοιαύτη ακολασία και ενομιμοποιήθη η παρανομία. Κανείς λοιπόν δεν φοβείται και δεν τρέμει. Κανείς δεν εντρέπεται ούτε κοκκι­νίζει, αλλά και υπερηφανεύεται δια την γελοίαν αυτήν πράξιν και θεω­ρούνται παράφρονες οι σώφρονες και ότι δήθεν παραπλανώνται οι νουθετούντες' και αν μεν τύχη να είναι κατώτεροι σωματικώς, δέρονται, αν δε είναι ισχυρότεροι χλευ­άζονται, καταγελώνται, περιλούο­νται με μυριάδας εμπαιγμούς.

Εις τίποτε δεν ωφελούν τα δικαστήρια, ούτε οι νόμοι, ούτε οι παιδαγωγοί, ούτε οι πατέρες, ούτε οι υπηρέται, ούτε οι διδάσκαλοι.
Διότι άλλους μεν κατώρθωσαν να διαφθείρουν δια χρημάτων, αυ­τοί δε ενδιαφέρονται πως να απο­κτήσουν μισθόν. Εξ εκείνων δε που είναι φρονιμώτεροι και φροντί­ζουν δια την σωτηρίαν αυτών, που τους έχουν εμπιστευθή, άλλοι μεν πολύ ευκόλως αποκοιμίζονται και εξαπατώνται, άλλοι δε φοβούνται την δύναμιν των ανηθίκων.

Αλλω­στε ευκολώτερον θα ηδύνατο να γλυτώση κάποιος, ο οποίος έχει γί­νει ύποπτος ότι εποφθαλμιά το βασιλικόν αξίωμα, παρά να ξεφύγη από τα χέρια των μιαρών εκείνων, αν προσπαθήση να αρπάξη από αυτούς τα παιδιά.

Ετσι, ωσάν εις μεγάλην ερημίαν, μέσα εις τας πό­λεις οι αρσενικοί με αρσενικούς διαπράττουν την ακολασίαν. Εάν δε μερικοί έχουν ξεφύγει τας παγί­δας αυτάς, δυσκόλως θα αποφύ­γουν όμως την κακήν φήμην αυ­τών, οι οποίοι διαπράττουν τας α­σχήμιας αυτάς.

Πρώτον μεν, διότι είναι πάρα πολύ ολίγοι και κατ' αυ­τόν τον τρόπον ευκόλως θα ημπο­ρούσαν να κρύπτωνται ανάμεσα εις το πλήθος των κακών, δεύτε­ρον δε, διότι και οι ίδιοι οι μιαροί και οι μολυσμένοι εκείνοι δαίμονες, επειδή δεν ημπορούν κατ' άλλον τρόπον να βλάψουν αυτούς οι ο­ποίοι τους περιεφρόνησαν, προ­σπαθούν να τους τιμωρήσουν δια του τρόπου αυτού.

Διότι, αφού δεν ημπόρεσαν να τους πλήξουν θανασίμως ούτε να εγγίσουν την ιδίαν την ψυχήν των, επιχειρούν λοιπόν να πληγώσουν τουλάχιστον τον διάκοσμον της σωφροσύνης των, τον οποίον λαμβάνουν από την κοινωνίαν και να καταστρέψουν την καλήν υπόληψίν των.
Διά τούτο και ήκουσα ότι πολλοί παραξενεύονται, πως ακόμη και σήμερον δεν έβρεξε άλλην πυρίνην βροχήν, πως δεν έπαθεν η πόλις μας αυτά, που έπαθον τα Σόδο­μα ενώ είναι αξία διά πολύ σκληροτέραν τιμωρίαν, καθόσον δεν εσωφρονίσθη ούτε με τα κακά εκεί­νων;

Αλλά μολονότι λοιπόν η χώρα εκείνη επί δύο χιλιάδες έτη βοά δια της όψεώς της λαμπρότερον και από φωνήν, προς όλην την οικουμένην, δια να μη αποτολμήση παρόμοιον αμάρτημα, όχι μόνον δε εμειώθη η τάσις των δια την αμαρτίαν αυτήν, αλλά και περισσότερον αυθάδεις έγιναν, ωσάν να φιλονεικούν και μάχωνται με τον Θεόν και προσπαθούν να αποδείξουν εμ­πράκτως ότι τόσον περισσότερον θα είναι προσκεκολλημένοι εις τα κακά αυτά, όσον περισσότερον τους απειλεί.



Πώς λοιπόν δεν έγινε τίποτε τέτοιο, ενώ τα μεν Σοδομιτικά αμαρτήματα διαπράττονται, όμως, δεν επιβάλλονται αι τιμωρίαι των Σοδόμων; Επειδή τους αναμέ­νει άλλο πυρ καυστικώτερον και τι­μωρία ατελεύτητος. Αλλωστε και εκείνοι, ενώ διέπραξαν πολύ βαρύ­τερα αμαρτήματα από τους καταστραφέντας δια του κατακλυσμού, εννοώ τους μετέπειτα, καμμία τέ­τοια ραγδαία βροχή, δεν έγινε μετά από εκείνον.
Και εδώ πάλιν ο λόγος είναι ο ίδιος. Διατί τάχα οι πρώτοι άνθρω­ποι, όταν ούτε δικαστήρια υπήρχον, ούτε φόβος υπήρχε από τους άρχοντας, ούτε νόμος να τους α­πειλή, ούτε όμιλος προφητών δια να τους επαναφέρη εις τάξιν, ούτε φόβος κολάσεως, ούτε ελπίς βασι­λείας αιωνίου, ούτε άλλη γνώσις αληθείας, ούτε και τα θαύματα, που ημπορούν να αναστήσουν και τους λίθους, πώς λοιπόν αυτοί, που δεν απήλαυσαν τίποτε από αυτά, ετιμωρήθησαν τόσον αυστηρά διά τας αμαρτίας των και αυτοί, που έχουν συμμετάσχει εις όλα αυτά και ζουν μέσα εις τόσον φόβον και θείων και ανθρωπίνων δικαστη­ρίων, δεν ετιμωρήθησαν ακόμη μέ­χρι σήμερον με τας αυτάς τιμω­ρίας, ενώ είναι άξιοι σκληροτέρας τιμωρίας;

Αρα, δεν είναι ευνόητον και εις ένα παιδί, ότι τους επιφυ­λάσσεται αυστηροτέρα τιμωρία; Διότι, εάν εμείς οργιζώμεθα έτσι και αγανακτώμεν, ο Θεός, που φρο­ντίζει δι' όλα και ιδιαιτέρως δια το ανθρώπινον γένος και αποστρέφε­ται και μισεί σφοδρώς την κακίαν, πώς θα ηνείχετο να αποτολμώνται αυτά χωρίς τιμωρίαν;
Δέν είναι έτσι, όχι! Αλλά θα επιφέρη επ' αυτών την παντοδύναμον χείρα του και την αφόρητον πληγήν και την οδύνην των βασανιστη­ρίων εκείνων, που είναι τόσον φο­βερά, ώστε αι συμφοραί των Σοδό­μων συγκρινόμενοι προς αυτά, θα θεωρούνται αστείαι.

Διότι ποίους βαρβάρους δεν εξεπέρασαν, ποίον γένος θηρίων, δια της μιαράς αυ­τής σαρκικής μίξεως; Υπάρχει εις μερικά από τα άλογα ζώα μεγάλη γενετήσιος ορμή και επιθυμία ασυ­γκράτητος, που δεν διαφέρει κα­θόλου από την τρέλλαν. Αλλ' ό­μως, δεν γνωρίζουν τον έρωτα αυ­τόν του αρσενικού προς το αρσενικόν, αλλά στέκονται εις τα όρια, που έθεσεν η φύσις. Και αν ακόμη μυριάκις κοχλάζει μέσα των το πά­θος, όμως, δεν ανατρέπουν τους νόμους της φύσεως.



Οι δήθεν, ό­μως, λογικοί, που εγνώρισαν την θείαν διδασκαλίαν και διδάσκουν εις άλλους τι πρέπει και τι δεν πρέ­πει να κάμνουν και ήκουσαν Γραφάς, που κατήλθον από τον ουρανόν, συνάπτουν σχέσεις όχι τόσον ελευθέρως με τας πόρνας, όσον με τους νέους. Ωσάν να μη είναι ακριβώς άνθρωποι, μήτε να υπάρχη η πρόνοια του Θεού, η οποία τιμωρει τας παρανομίας, αλλά ωσάν σκότος, που κατέλαβε τα πάντα και κανείς πλέον ούτε βλέπει αυτά ούτε τα ακούει, τοιουτοτρόπως αποτολμούν τα πάντα, και μάλιστα με τόσην μεγάλην μανίαν. Οι δε πα­τέρες των διαφθειρομένων παι­διών υπομένουν αυτά σιωπηλώς και δεν εξαφανίζονται μαζί με αυτά, ούτε σκέπτονται καμμίαν διόρθωσιν του κακού.
Διότι και εάν έπρεπε να μεταφέ­ρουν τα παιδιά των εξορία εις ξένην χώραν εξ αιτίας του πάθους αυτού, είτε εις την θάλασσαν, είτε εις τας νήσους, είτε εις απάτητον γην, είτε εις την υπεράνω ημών οικουμένην, δεν θα έπρεπε να κάνουν το παν και να προσπαθήσουν, ώστε να μη συρ­θούν αυταί αι αισχρότητες;

Και αν υπάρχη κάπου ένα χωρίον προσβληθέν από ασθένειαν και μάλι­στα χολέραν, δεν θα μεταφέρωμεν από εκεί τους υιούς και αν ακόμη πρόκειται να κερδίσουν εκεί πολλά και η υγεία των είναι αρίστη; Τώρα δε, όμως, που τόση διαφθορά υπάρ­χει παντού, όχι μόνον σύρομεν αυτούς προς τα βάραθρα αυτά, αλλά απομακρύνομεν και αυτούς, που θέλουν να τους απαλλάξουν, ωσάν καταστροφείς.

Και πόσης οργής άξια δεν είναι αυτά και πό­σων κεραυνών, όταν το μεν λεκτικόν αυτών προσπαθούμεν να το διορθώσωμεν και να τα καθαρίσωμεν δια της κοσμικής σοφίας, την δε ψυχήν, που κείται μέσα εις τον βόρβορον της ασελγείας και σαπί­ζει διαρκώς, όχι μόνον παραμελούμεν, αλλά και όταν θέλη να ανορθωθή, την εμποδίζωμεν;
Ακόμη λοιπόν θα τολμήση να ειπή κανείς ότι είναι δυνατόν αυ­τοί, που είναι τόσον βυθισμένοι εις τοιαύτας αμαρτίας να σωθούν; Από πού; Διότι αυτοί, που διέφυγον την μανίαν των ακολάστων (εί­ναι δε ολίγοι αυτοί), τους τυραννι­κούς εκείνους έρωτας, που δια­φθείρουν τα πάντα, όμως, δεν διαφεύγουν τον πόθον του πλούτου και της δόξης.

Οι περισσότεροι, όμως, και από τα ίδια αυτά πάθη και από τα πάθη της ασελγείας κατα­λαμβάνονται με μεγαλυτέραν ορμήν. Επειτα θέλοντες να τους καλλιεργήσωμεν την ευγλωττίαν, δεν απορρίπτομεν μόνον τα εμποδίζοντα την παίδευσιν, αλλά δημιουργούμεν και τα συντελούντα διορίζοντες και παιδαγωγούς και διδασκάλους και χρήματα δαπανώντες και απαλλάσσοντες αυ­τούς από τας άλλας ασχολίας και τονίζοντες εις αυτούς τακτικώτερον απ' όσον οι παιδοτρίβαι εις τους Ολυμπιακούς αγώνας αφ' ενός μεν δε την πενίαν λόγω της απαιδευσίας και αφ' ετέρου τον πλούτον, που αποκτά κανείς από την μόρφωσιν και πράττοντες και λέγοντες το παν και μόνοι μας και με άλλους, ώστε να τους οδηγήσωμεν εις το τέλος της εν λόγω παιδείας και παρά ταύτα πολλάκις ούτε έτσι το επιτυγχάνομεν.
Νομίζομεν δε ότι θα προκύψη καλλιέργεια συμπεριφοράς και ορθότητος αρίστου βίου, ενώ υπάρχουν τόσον πολλά, που την διακόπτουν; Και τί χειρότερον θα ηδύνατο να γίνη από τον παραλογισμόν αυτόν;

 

Το μεν ευκολώτερον δηλαδή να γίνεται αντικείμενον τόσον μεγάλης τιμής και επιμελείας, ωσάν να μη είναι δυ­νατόν χωρίς αυτήν να κατορθωθή ποτέ αυτό, εκείνο δε που είναι δυσκολώτερον, τούτο να νομίζωμεν ότι θα μας έλθη ενώ κοιμούμεθα, ως να ήτο κάτι από τα ευτελή και μηδαμινά; Διότι η παίδευσις της ψυχής είναι έργον τόσον δυσκολώτερον και επιπλέ­ον, όσον το να πράττη κανείς από το να λέγη και όσον τα έργα είναι κοπιαστικώτερα των λόγων.
Και ποίαν ανάγκην έχουν τα παιδιά μας, λέγει, από την φιλοσοφίαν και ορθότητα βίου; Πράγ­ματι αυτό είναι· αυτό είναι εκείνο, που κατέστρεψε τα πάντα, ότι δη­λαδή πράγμα τόσον αναγκαίον, που συγκρατεί την ζωήν μας, θε­ωρείται περιττόν και πάρεργον. Κανείς δεν θα έλεγε, εάν έβλεπε τον υιόν του να ασθενή κατά το σώμα, ποίαν ανάγκην έχει από καθαράν και ακριβή υγείαν;

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


(«Απαντα Χρυσοστόμου», 13ος τόμος, έκδοση «Ωφελίμου βιβλίου»)


http://agapienxristou.blogspot.ca/2013/12/blog-post_5509.html